United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάει, φαίνεται, να χτυπήση το σήμαντρο του Σπερνού. Ας ξεκινήσουμε παρακάτω, μ' έναν κρυφό στεναγμό που δεν έχουμε κι άλλους τέτοιους τρελλούς παπάδες. Παρατήρησε ένα πράμα· που κανένας εδώ δεν κοιμάται. Όλoι σαλεύουν εδώ. Από τη μια πετιέται κοπέλλι με τη μασιά. Από την άλλη ξεκαρδίζεται γέρος με του πλαγινού του τις νοστιμιές. ΠαρακείΘε παίζει τα δάχτυλά του στο τραπεζάκι ένας συλλογισμένος.

Ο Πάνας θυμόνει με την κόρη, γιατί της εζήλεψε το τραγούδι και δεν απόλαψε την ομορφιά της· και κάνει τρελλούς τους βοσκούς και τους γιδάρηδες. Κ' εκείνοι σαν σκυλιά ή σαν λύκοι την κατακομματιάζουν και σκορπούνε στη γις τα κομμάτια της, που ακόμα τραγουδούσαν.

Εις την εποχήν που αναφέρεται η ιστορία μου, οι επιστημονικοί γελωτοποιοί δεν ήσαν ακόμη τότε του συρμού. Πολλαί μεγάλαι «δυνάμεις» της Ευρώπης είχον ακόμη τους τρελλούς των, οι οποίοι έφερον ακόμη ενδύματα κεντημένα με κουδουνιστά βραχιόλια, και οι οποίοι έπρεπε να ήσαν πάντοτε έτοιμοι να παρέχουν αμέσως επίκαιρα σκώμματα ως αντάλλαγμα των δώρων, τα οποία έπιπτον από το βασιλικό τραπέζι.

Σωκράτης Εκείνους λοιπόν οι οποίοι αγαπούν το αγαθόν ονομάζεις φιλοκερδείς; Εταίρος Καθώς φαίνεται. Σωκράτης Τουλάχιστον, καλέ μου, δεν τους λέγεις και τρελλούς τους φιλοκερδείς; Αλλά συ ο ίδιος ειπέ μου, ειλικρινώς αγαπάς ή δεν αγαπάς εκείνο το οποίον θα είναι αγαθόν; Εταίρος Βεβαίως το αγαπώ. Σωκράτης Υπάρχει δε κανέν αγαθόν το οποίον να μη το επιθυμής αλλά να προτιμάς από αυτό το κακόν;

Και τους ντόπιους θα γιάτρεβα και τους ξένους. Και δε θα γιάτρεβα μόνο τους τρελλούς, τους στραβούς και τους παράλυτους. Αμέ τι; Να είμαι Παναγιά και να φέρνουμαι σαν τους γιατρούς, που ο ένας είναι για τα δόντια, ο άλλος για ταφτιά, ο άλλος πάλε για κάτι άλλα! Δεν ταιριάζει.

Ιδού! ο νεκροθάπτης βαθύν ανοίγει λάκκον και «δεν μου λες αλήθειαμου λέγει προπετώςγι' αυτό εδώ τι γράφει ο Σπένσερ και ο Βάκωνκι' εμένα τεταρταίος με πιάνει πυρετός. Τρελλούς ακούω νέους ποτήρια να βροντούν και όλοι κοκκινίζουν από το πίνε πίνε... «καλώς σας ηύρα» λέγω, κι' εκείνοι μ' απαντούν «μονάχος σύντροφός σου ο νεκροθάπτης είναι».

Ο γέρωΜπούμας ο περαματζής, μέσα στη μικρή του φελούκα, ακουμπισμένος στην κουπαστή, με το αρμίδι στα τρεμουλιαστά του χέρια, ακολουθούσε, με τα μεγάλα θαλασσιά μάτια του, ένα κοπάδι τρελλούς σπάρους, που τριγύριζαν γύρω στο δόλωμά του. Το μάτι του, παίζοντας ανάμεσα στερηάς και θάλασσας, πήρε τα παλικάρια που ροβολούσαν απ' το βουνό.

Και εκεί που με τον λαλά μου εκάμαμεν αυτούς τους στοχασμούς διά τους τρελλούς, ανταμώνομεν έναν από τους φύλακας εκείνου του τόπου, και τον ερωτήσαμεν διά να μας ειπή, διατί εκείνοι οι τρελλοί μιλούν όλο δι' αγάπην; Μη θαυμάζετε, εκείνος μας απεκρίθη, ότι αυτοί οι τρελλοί μιλούν περί αγάπης, επειδή και από αυτήν προέρχεται το κακόν τους· εσείς από ότι καταλαμβάνω είσθε ξένοι, και βεβαίως δεν είχετε πλέον σταθή εις το μέρος της Καρίσμου, με το να μην ηξεύρετε που αυτοί ετρελλάθηκαν με το να είδαν την Ρετζίαν θυγατέρα του Σουλτάνου μας· μα επειδή και δεν έχετε είδησιν δι' αυτήν την υπόθεσιν, θέλω να σας ευχαριστήσω να σας την διηγηθώ.

Θύμωσε, φώναξε, μ' έβρισε στο δρόμο, λυσσιασμένος, φρενιασμένος· μου είπε πως είμουν κ' ιδιότροπος. Τους Τηνιακούς για τέτοια πράματα δεν τους μέλει. Τι καλότυχοι που είναι οι Τηνιακοί! Έχουν την Παναγια που τους γιατρέβει. Άκουσα μάλιστα πως γιατρέβει και τους τρελλούς. Ησύχασα και γω μ' αφτό.

Έκαναν δαντέλες τα κύματα που έσπαναν επάνω στα πλευρά του πλοίου. κ' έπειτα οι δαντέλλες, ανοίγονταν, γίνουνταν ανθρωπάκια που βαστιούνταν από τα χέρια τους ανάλαφρα και χόρευαν τρελλούς χορούς. Και χάνουνταν έπειτα και γίνουνταν άλλοι, και πάλι χάνουνταν. Όταν σήκωσα το κεφάλι, ο ήλιος, σφαίρα ολόπυρη, κατρακυλούσε επάνω στον ορίζοντα της θάλασσας της σκοτεινής.