United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' η φτωχιά χωριάτισσα συντριμμένη από τη λύπη, βλέποντας να γκρεμίζεται μπροστά της ο καλός παλιός κόσμος άλλης ζωής κι άλλων αισθημάτων απομένει βουβή στην αρχή. Ύστερα σηκόνει τη ζαρωμένη γροθιά της θυμωμένη κατά το τραίνο που χάνουνταν πια, και ξεθυμαίνει σ' αυτό: — Ανάθεμά σε, σιδερόδρομε, εδώ που βρέθηκες!... Καιρός τόρα και τη θυμούμαι αυτή την ιστορία.

Περαστικά πουλιά, που ταξείδευαν σ' άλλες χώρες, φεύγοντας την ψύχρα του χινόπωρου, περνούσαν κοπαδιαστά, του ψήλου, έσκιζαν τον αέρα μ' ένα γοργό, ξερό φτερούγισμα, όπως κάνη το μετάξι που σχίζεται, και χάνουνταν πίσω απ' τις κορφές άλλων βράχων, κι άλλων βουνών.

Και τότε εκεί θα χάνουνταν ο βασιλιάς Αινείας, Μον να! τον είδε η μάννα του, η χρυσωπή Αφροδίτη, που στις βοσκιές τον έκανε με τον αφέντη Αχίση, και με τ' αφράτο χέρι της αγκάλιασε το γιόκα, κι' άπλωσε ομπρός του απ' το λαμπρό μια δίπλα φόρεμά της 315 ναν τον φυλάξει απ' τις ρηξές, μην τύχει οχτρός κανένας και της τον σφάξει μπήγοντας στα στήθια το κοντάρι.

Κι άξαφνα χοντρές χοντρές στάλες βροχής άρχισαν να πέφτουν με ξερό κρότο στο χρυσόστρωμα των ξερών φύλλων τρυπώντας τα. Κ' η φύση όλη τότε άρχισε να κλαίη με βαθύτατη λύπη, μ' ένα παράξενο κλάμμα την ομορφιά της που χάνουνταν πόσβυνε... Κάθε δειλινό με τη λιακάδα έκανα περίπατο στα λιοστάσια της εξοχής.

Μα και να μη χάνουνταν αμέσως, και νάφιναν τους Τούρκους να πάρουν το δρόμο τους, πάλι θάβρισκαν τρόπο οι Δυτικοί να σπείρουν το σπόρο τους σε κάθε κόχη του τόπου, και μήτ' εθνισμός δε θα μας έμνησκε, μήτε γλώσσα εθνική της προκοπής, μήτε ρουθούνι καθάριο ρωμαίικο δε θανάσαινε σήμερα.

Και τότε εκεί ίσως χάνουνταν ο θνητοφάγος Άρης, Μον στον Ερμή το πρόφτασε η γλυκομάτα Ερίβια, η μητρυιά τους, κι' ο Έρμης τον κλέβει από κει μέσα 390 σ' άσκημα χάλια, κι' η σκληρή τον έτρωγε τριχιά του. Έπαθε η Ήρα τον καιρό που στο δεξύ βυζί της ο θεριομάχος Ηρακλής με τρίγλωσση σαΐτα την κάρφωσε, που πήγε πια ναν την τρελάνει ο πόνος.

Η νεροπεριχυμένη Λαμία χάνουνταν ανάμεσα σε τριφυλλοσπαρμένες ραχούλες και στου στενόμακρου απέραντου κάμπου την πρασινισμένη στρώση.

Έκαναν δαντέλες τα κύματα που έσπαναν επάνω στα πλευρά του πλοίου. κ' έπειτα οι δαντέλλες, ανοίγονταν, γίνουνταν ανθρωπάκια που βαστιούνταν από τα χέρια τους ανάλαφρα και χόρευαν τρελλούς χορούς. Και χάνουνταν έπειτα και γίνουνταν άλλοι, και πάλι χάνουνταν. Όταν σήκωσα το κεφάλι, ο ήλιος, σφαίρα ολόπυρη, κατρακυλούσε επάνω στον ορίζοντα της θάλασσας της σκοτεινής.

Στο γιαλό οι σωροί των γυναικών τόρα, ένας κύκλος μεγάλος, σωριασμένες εκεί στην ακροθαλασσιά, χωρίς αναπνοή, χωρίς ένα κούνημα, μαρμαρωμένος, άπλονε βουβός κι αμίλητος αμέτρητα μαντήλια προς το βαπόρι. Από τα μαύρα πλευρά του βαποριού, που ολοένα χάνουνταν πέρα προς τ' ανοιχτά, άλλα μαντήλια απλόνουνταν και σειώνταν κι άσπριζαν για ύστερο χαιρετισμό.