Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Αυτά 'πα' εστέναξε βαθειά και μ' απαντούσ' εκείνος• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 60 οργή θεού και τ' άμετρο κρασί μ' εξολοθρεύσαν. λησμόνησ', αφού πλάγιασα 'ς το μέγαρο της Κίρκης, απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβώ, 'π' ανέβην• αλλ' απ' την σκέπην έπεσα κατάντικρα, κ' εκόπη ο τράχηλός μου, και η ψυχή ροβόλησε εις τον Άδη. 65 και αχ! να σου ζήσουν οι ακριβοί, 'που ο κόσμος έχει ακόμη, η σύντροφός σου και ο γονειός, που σ' έχει θρέψει βρέφος, και ο μόνος σου Τηλέμαχος, πώχεις 'ς το σπίτι αφήσει,— τι ξεύρ' ότι γυρίζοντας εδώθε, από τον Άδη, θ' αράξης το καράβι σου 'ς την νήσο την Αιαία,— 70 όταν κει φθάσης, έχε με 'ς τον νου σου, ω βασιλέα• να μη μ' αφήσης άθαπτον και αδάκρυτον οπίσω φεύγοντας, μη σου γείνω εγώ θείας οργής αιτία. αλλ' έπαρε και κάψε με μαζή με τ' άρματά μου, κ' εμένα μνήμα σήκωσε σιμά 'ς τ' αφράτο κύμα, 75 να 'ναι γνωστός και εις τους εξής του αμοίρου εμένα ο τάφος. κάμε μου τούτα, και κουπί 'ς το μνήμα επάνω στήσε κείνο, 'που ζώντας έλαμνα μαζή με τους συντρόφους».
Έτσι είπε, και την άκουσε η κρουσταλλόκορφη Ήρα, και πάει ευτύς και συγυρνάει τα χρυσοστέφανα άτια, η Ήρα η αρχιθέαινα, του Κρόνου η θυγατέρα. Και μες στου Δία η Αθηνά το γονικό παλάτι χάμου αμολάει στο πάτωμα τ' αφράτο φόρεμά της, 385 ξομπλιό σκουτί, που κέντησε μονάχη μ' επιστήμη, και τα τσαπράζα βάζοντας του Συγνεφοσυνάχτη φορούσε τ' άρματα να βγει στη δακροδότρα μάχη.
Ήθελε να νικήση και τον Κοντοπάνη και τον Δήμαρχο που τούκανε τον εχθρό. Ζήτημα, βλέπετε, φιλοτιμίας! Ύστερ' απ' αυτά, απόλυσε τον Σερέτη και έμεινε μονάχος. Είπε στον υποταχτικό του, το μικρό Αμβρόσιο, ξανθόμαλλο, παχουλό και αφράτο παιδί, πως θα κοιμηθή και να μην τονε ταράξη κανένας και μόνο σαν έλθη το Βαγγελάκι, ο γυιός του Μανάρα του χωρικού να τον ξυπνήση χωρίς άλλο.
Κι' έζεψε η Ήρα στο ζυγό τα γλήγορα άλογά της, για πόλεμο ανυπόμονη και για σφαγή κι' αντάρα. Στου Δία ως τόσο η Αθήνα το γονικό παλάτι χάμου αμολάει στο πάτωμα τ' αφράτο φόρεμά της, ξομπλιό σκουτί που κέντησε μονάχη μ' επιστήμη, 735 και στα τσαπράζα βάζοντας του Συγνεφοσυνάχτη, φορούσε τ' άρματα να βγει στη δακροδότρα μάχη.
Και τότε εκεί θα χάνουνταν ο βασιλιάς Αινείας, Μον να! τον είδε η μάννα του, η χρυσωπή Αφροδίτη, που στις βοσκιές τον έκανε με τον αφέντη Αχίση, και με τ' αφράτο χέρι της αγκάλιασε το γιόκα, κι' άπλωσε ομπρός του απ' το λαμπρό μια δίπλα φόρεμά της 315 ναν τον φυλάξει απ' τις ρηξές, μην τύχει οχτρός κανένας και της τον σφάξει μπήγοντας στα στήθια το κοντάρι.
Σαν κάπια η Κύπρη Αργίτισσα ξελόγιαζε να φύγει με κάναν Τρώα — γιατί αφτοί την έχουν μαγεμένα– κάπια από 'φτές χαϊδέβοντας τις όμορφες νυφούλες τ' αφράτο χέρι στη χρυσή θα μάτωσε καρφίτσα.» 425 Γέλασε τότες των θεών κι' αθρώπωνε ο πατέρας, και τη ροδόσταχτη θεά φωνάζει και της κάνει «Δεν είναι, κόρη μου, οι δουλιές για σένα του πολέμου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν