United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η υπόθεσις του επομένου στιχουργήματος εύρηται εν ταις σημειώσεσι του τετάρτου άσματος. Σελ. 182 υπό την επιγραφήν «ΑστραπόγιαννοςΛαμπέτης.» »Λαμπέτη, εδείλιασα!... Τα σωθικά μου Άσπλαχνο εθέρισε βόλι, πικρό. Νεκράτο σκάνδαλο τα δάχτυλά μου Βλέπεις επάγωσαν... Δος μου νερό...» »Λαμπέτη, εσβύστηκα... Ώραν την ώρα Φεύγ' ανυπόμονη, πετά η ψυχή.

Κι' έζεψε η Ήρα στο ζυγό τα γλήγορα άλογά της, για πόλεμο ανυπόμονη και για σφαγή κι' αντάρα. Στου Δία ως τόσο η Αθήνα το γονικό παλάτι χάμου αμολάει στο πάτωμα τ' αφράτο φόρεμά της, ξομπλιό σκουτί που κέντησε μονάχη μ' επιστήμη, 735 και στα τσαπράζα βάζοντας του Συγνεφοσυνάχτη, φορούσε τ' άρματα να βγει στη δακροδότρα μάχη.

Επί τινας στιγμάς παρετήρει εν σιωπή τον Κ. Πλατέαν, όστις ήρχισε ν' ανυπομονή. — Κύριε καθηγητά, είπεν επί τέλους. Ομολογώ ότι η πρότασις μου έρχεται ολίγον απροσδοκήτως και κατά τρόπον ασυνήθη. Δεν νομίζετε ότι τα παλαιά και πατροπαράδοτα έθιμα έχουν το καλόν των, και ότι τοιούτου είδους υποθέσεις συζητούνται καλλίτερα διά τρίτων; Τούτο ο Κ. Πλατέας δεν το επερίμενεν.

Οι Ιουδαίοι θα εμάνθανον το μυστικόν του. Η επιμονή του να μην θέλη ν' ανοίξη το σκέπασμα έκαμε τον Βιτέλλιον ν' ανυπομονή. — «Σπάσετέ την»! ανέκραξεν εις τους ραβδούχους. Ο Μαναή είχεν μαντεύσει την σκέψιν των.

Επειδή γνώριζε την αγάπη της σ' εμένα και τα όσα έλεγε η μάνα μου, σκέφθηκε μήπως μεπερίμενε νανταμωθούμε κροφά· κι' ανέβαινε, φαίνεται, στο βράχο για να 'δη ανυπόμονη αν ερχότανε ο μικρός εραστής. Πολλές φορές κάθησε, ως όπου να φτάση πάνω και πάνω στο βράχο. Εκεί πάλι κάθησε κέσκυψε με στάση Νιόβης. Κλαίει πάλι; μουρμούρισε ο Δρακογιώργης. Μα είντα 'ν' αυτά; Να πάω θέλω να 'δω.

Απάνω από το μαύρο φόρεμα, που φορούσε πάντα τώρα, είχε ριγμένο ένα ανοιχτόχρωμο επανωφόρι και το παράθυρο είταν ανοιχτό. Έσκυβε κάτω κ' ένευε ανυπόμονη γιατί δεν την παρατήρησα αμέσως κ' έτρεμε από συγκίνηση για τη χαρά, που θα ένοιωθα βλέποντάς την πως σηκώθηκε και πως μπορούσε να περπατή μόνη.

Πήρε το κέντημά της, το μεγάλο κέντημα που είχε απάνω την Ιστορία των Ευμορφόπουλων και το κάρφωσε φαρδύ πλατύ στον τοίχο του γραφείου. Το κρέμασε ίσα κοντά στο άγαλμα της Δόξας κι ανάμεσα στις βιβλιοθήκες. Έπειτα έκατσε στην ταράτσα κι άρχισε να πλέκη την κάλτσα της. Έπλεκε νευρικά και συχνοκύτταζε το δρόμο, ανυπόμονη πότε να φανή ο Αριστόδημος. Δεν πέρασε πολλή ώρα και να τος ο καλός σου.