United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι Βουλευταί έντρομοι υπέκυψαν εις την παραφοράν και εις τας απειλάς του όχλου. Μόνος ο βουλευτής Σωκράτης ατρόμητος ανέκραξεν ότι ενόσω ζη βεβαίως δεν θέλει μολύνει διά της αδικίας την συνείδησίν του, διακινδυνεύσας και πάλιν την ζωήν του χάριν της δικαιοσύνης.

Εγώ βάζω το γάιδαρό μου! ανέκραξεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. — Κ' εγώ το βώδι μου! εφώναξεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος. — Ο γάιδαρός σου ας έχη ζωή, κουμπάρε Γιάννη, και το βώδι σου σού χρειάζεται διά να ζήσης, Κωνσταντή Καλόβολε.

Ακούστε τον! ακούστε τον! Με βρίζει κι' όλα . . . με φοβερίζει! ανέκραξεν η γυνή δράττουσα περί τους κροτάφους τους δυο κρεμαμένους θυσάνους της κόμης της.

Κάτι μου κρύπτεις, Μάσιγγα! — είπον τότε θερμώς και τρυφερώς ατενίσας τους ταπεινωμένους της κόρης οφθαλμούς. Μου κρύπτεις κάτι, το οποίον όμως εγώ γνωρίζω πλέον, και είμαι τόσω μάλλον ευδαίμων. — Αλήθεια; — ανέκραξεν η κόρη διαπορούσα. — Και πώς το γνωρίζεις: Ε! τότε λοιπόν, τόσον το καλλίτερον! Δεν θα παραπονεθής κατ' εμού διότι δεν σου το είπα.

Οι οφθαλμοί του έλαμπον πάντοτε εκ της αυτής ασβέστου ζωηρότατος και υπό τα άνθη εφαίνετο αυτό το πρόσωπον το αυστηρόν και αδυσώπητον. Δύο αιθίοπες επλησίασαν τον Κρίσπον διά να τον εξαπλώσουν επί του σταυρού. Αδελφοί, δέεσθε υπέρ εμού! ανέκραξεν εκείνος. Το πρόσωπόν του δεν ήτο πλέον αμάλακτον· τα χαρακτηριστικά του τα ψυχρά εξέφραξον τώρα γαλήνην και πραότητα.

Φέρ' το εδώ' Φέρ το εδώ! ανέκραξεν εκείνος, μόλις ακούσας το όνομα της αγαπητής του, και σχεδόν επνίγετο, ενώ κατέπινε τεμάχιον κρέατος. Αλλ' η Ελένη είχεν ήδη σχίσει το χάρτινον περικάλυμμα και εκράτει εις χείρας της γυμνήν και ολόσωμον . . . την Μ α τθ ί λ δ η ν! αυτήν εκείνην, ήτις είχε την πρωίαν αναληφθή από του κοιτώνος της. — Μπα! ανεφώνησε κατάπληκτος η νεάνις. Η Ματθίλδη!

Εδώ όλα είναι ξηρά, εξηκολούθησεν έπειτα, διότι όλα είναι γυμνά, γηραιά, εξηντλημένα, μικρά, πρόστυχα. Διά τούτο άλλο πράγμα η Καλκούττα! Άλλο πράγμα η Καλκούττα! — Αληθώς! είπον εγώ, πρέπει να είναι άλλο πράγμα. Πολύ θα επεθύμουν να την γνωρίσω. — Το μόνον εύκολον! ανέκραξεν ο κ. Π. πρώτην φοράν στρέψας τους οφθαλμούς προς εμέ. — Το μόνον εύκολον! Ελάτε να μ' επισκεφθήτε!

Η θέα του οβελού και το άσμα της χύτρας ηύφραναν την καρδίαν των καλών πατέρων, οίτινες καθήσαντες μετ' ου πολύ περί μαρμαρίνην τράπεζαν ηκόνιζον ήδη τας μαχαίρας και τους οδόντας ίνα σπαράξωσι την λείαν, ότε αίφνης οχληρά ανάμνησις ήπλωσε μέλαν νέφος επί της φαιδράς όψεως των δαιτυμόνων. «Παρασκευήείπεν ο Ραλήγος, απωθών το πινάκιον «Παρασκευήαπεκρίθη ο Ληγούνος καταθέτων την περόνην· «Παρασκευήανέκραξεν ο Ρεγιβάλδος, κλείων το πλατύ του στόμα, και πάντες εθεώρουν τας χήνας ως ο Αδάμ τον απολωλότα παράδεισον, τρώγοντες αντ' αυτών τους όνυχας εκ της απελπισίας.

Να, ου γυιος τς' Καληώρ'νας, πώς 'νε λένε; — Και πού την πάει; — Να, όξ' απ' του λιμάν'! — Μοναχός του; — Μαζύ μει μια γ'ναίκα. — Μαζύ μει μια γ'ναίκα! επανέλαβεν έκπληκτος ο καπετάν Κυριάκος. Και ποια; Δεν ηκούσθη η φωνή του παιδιού, το οποίον διά καλόν και διά κακόν επροφυλάσσετο υπό τον εξώστην. — Και πώς δεν ήρθες να μου πης χαμπάρι! ανέκραξεν ο καπετάν Κυριάκος.

Και στραφείς προς την νεάνιδα είπεν: — Λίγεια, ανετράφης εις την οικίαν μας και σε αγαπώμεν, η Πομπονία και εγώ, ως θυγατέρα μας. Αλλ' εις τον Καίσαρα ανήκει η κηδεμονία σου. Λοιπόν την στιγμήν αυτήν ο Καίσαρ σε απαιτεί. — Άουλε, ανέκραξεν η Πομπονία, ο θάνατος θα ήτο προτιμότερος δι' αυτήν. Η Λίγεια περιμαζευμένη εις τας αγκάλας της επανελάμβανε: — Μητέρα μου! μητέρα μου!