United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Νέρων εσημείωσε τους στίχους και περιφέρων το βλέμμα του επί τους παρεστώτας: — Ναι, η εκδίκησις θέλει θύματα! Εάν εσφενδονίζομεν την είδησιν, ότι ο Βατίνιος επυρπόλησε την πόλιν ή άλλος τις σημαντικώτερος, και αν τον εθυσιάζομεν διά να δυνηθώμεν να κορέσωμεν την μανίαν του λαού; — Τι είμαι λοιπόν εγώ, ω θεότης; ανέκραξεν ο Βατίνιος.

Συγχρόνως η Μαρία, με παιδικήν χαράν κι' αυτή, ανέκραξεν: — Αυτά δεν είνε τροπάρια που ψαίλνετε, κύριε. — Αλλά τι είνε, κορίτσι μου; ηρώτησα. — Αυτά είνε σαν γλυκά γλυκά τραγουδάκια. Απλούς μανάβης, ή οπωροπώλης ήτον ο άνθρωπος, αλλ' είχε λάβει θεόθεν διά την φιλοξενίαν του την ευλογίαν του Αβραάμ. Η μικρά οικία ήτο ξενών διά τους φίλους και τους διαβατικούς, διά τους εκλεκτούς και τους τυχόντας.

Η πόλις φλέγεται και οι πιστοί του Χριστού βεβαίως ασχολούνται εις προσευχάς. Θα εύρωμεν πολλούς εξ αυτών εις τα υπόγεια. Σε συμβουλεύω λοιπόν να εισέλθης εις αυτά τοσούτω μάλλον καθ' όσον ευρίσκονται εις τον δρόμον μας. — Αλλά μου είχες είπη ότι ο Λίνος μετέβη εις το Οστριανόν! ανέκραξεν ανυπομόνως ο Βινίκιος. — Αλλά συ μου υπεσχέθης οικίαν με άμπελον εις την Αμηριόλην, υπέλαβεν ο Χίλων.

Και στραφείς, μετά σπασμωδικώς κινουμένων χειλέων, προς τον περί ου ελάλει, — Σε προστάζω, τον είπον, να μη ξαναπατήσης εις το σπίτι μας! — Ω, ο αρίσκος! ανέκραξεν η μήτηρ μου, μετ' απερίγραπτου πόνου. Τίνος το λέγεις, παιδί μου; Αμ' ο φτωχός ούτε ακούει, ούτε μιλεί πλέον! Είναι τρελλός ο καϋμένος!

Ο Βινίκιος ανέγνωσε την επιστολήν και έμεινεν άφωνος επί τινας στιγμάς. Και μετ' ολίγον: — Ήξευρες ότι ήθελε να φύγη; ανέκραξεν ο Βινίκιος. — Ήξευρα, ότι δεν θα συγκατένευε να μεταβή εις την οικίαν σου διά να γίνη παλλακίς σου. — Και συ, τι υπήρξες εις όλην την ζωήν σου; — Εγώ ήμην δούλη.

Και εγώ ήθελα να σε ερωτήσω, απήντησεν εκείνη με κάποιαν απορίαν. Ο Βινίκιος, καίτοι είχεν αποφασίσει να την ερωτήση αταράχως, με πρόσωπον συσπώμενον εκ λύσσης και οργής, ανέκραξεν: — Δεν την έχω. Μου την ήρπασαν καθ' οδόν.

Δεν θα συναντηθώμεν; — Και ύψωσε τους θλιβερούς αυτής οφθαλμούς εταστικώς προς τους ιδικούς μου, και είδον δύο δάκρυα κυλίσαντα επί των παρειών της. — Ναι, Μάσιγγα, τη είπον τότε, ελπίζω. — Και θα έλθης εις την Καλκούτταν. Δεν θα έλθης; — Μαζί σου, απεκρίθην εγώ, μάλιστα. Αλλά ποτέ χωρίς σου! — Και βέβαια μαζί μου! Ανέκραξεν εκείνη τότε φαιδρυνθείσα εκ νέου. Ακούεις, πηγαίνω εις την Καλκούτταν.