United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευθύς η μάγισσα εβγήκεν από το παλάτι των δακρύων, και λαμβάνοντας ένα ποτήριον νερόν ανακάτωσε μέσα μίαν σκόνην, λέγοντας κάποια λόγια ως που έβρασε το νερόν, και πλησιάζοντας εις τον νέον βασιλέα τον άνδρα της τον ερράντισε με τούτο το νερόν, και του λέγει· Σε προστάζω και σε εξορκίζω εις την δύναμιν του μεγάλου και φρικτού δράκοντος και εις την ενέργειαν των επτά πλανητών να αναλάβης την πρώτην σου μορφήν.

ΕΙΣ ΠΟΛΙΤΗΣ Τον είδες; πού εξέφυγε; πού είν' ο δολοφόνος του Μερκουτίου; λέγε μας, πού είναι ο Τυβάλτης; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Να ο Τυβάλτης, καταγής. Ο ΠΟΛΙΤΗΣ Τυβάλτη, σε προστάζω εις τ' όνομα του πρίγκηπος να με ακολουθήσης. ΠΡΙΓΚΗΨ Πού είναι οι πρωταίτιοι αυτής της παραζάλης;

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, Τηλέμαχος, τα εύμορφα σανδάλια του εποδέθη, λόγχην εφούκτωσε βαρειά, και, ως ήταν κινημένος να πάητην πόλιν, έλεγε προς τον χοιροβοσκόν του• 5 «'Στην πόλιν αποφάσισα να υπάγω, γέροντά μου, όπως η μάννα μου με ιδή• γιατί δεν θέλει παύση πικρά να κλαίη, να θρηνή, να βαρυαναστενάζη, πριν ή με ιδούν τα μάτια της• και σε το εξής προστάζω• τούτον τον ξένον άμοιροντην πόλι θα οδηγήσης, 10 κει να ζητεύη• του πτωχού θα δώσ' όποιος θελήση χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί• και ως προς εμέ, να τρέφω κάθ' άνθρωπον δεν δύναμαι, με τόσα πάθη 'πώχω. κ' εάν ο ξένος χολευθή, χειρότερα θα πάθη• και την αλήθεια καθαρά μ' αρέγει να προφέρω». 15

Σύνωρα τώρα θέλω να ιδώ την κλέφτρα του θησαυρού μας. Κ' ευθύς προστάζω νανοιχθούν οι σιδερόπορτες της φυλακής, να πάω ατός μου μέσα. Έβαλε μια φωνή κ' ήρθανε μέσα οι πιστοί του βασιλιά, αμέσως δίνει προσταγή να τον ακολουθήσουν, της φυλακής τις πόρτες να του ανοίξουνε. Τότε ο πρώτος απ' τους πιστούς στάθηκε κ' είπε: — Άκουσε, αφέντη βασιλιά. Του θησαυρού σου η κλέφτρα μήνες έρρεψε στη φυλακή.

Αλλ’ όμως επειδή συμπατριώτης είμαι δικός σας, ακούστε με τούτο σας κηρύττω: αν ίσως και κανείς σε σας τον βασιλέα ποιος σκότωσε γνωρίζει, τον προστάζω να ’λθή καταλεπτώς να φανερώση εμένα την πράξιν. Αν ο ένοχος ο ίδιος φοβάται το φοβερό που ετέλεσε να ειπή το κρίμα, μήπως και λάβη την ποινήν όπου τ’ αξίζει, κηρύττω εγώ πως άφοβα να πη το κρίμα μπορεί και, λέγω, απείραχτον θα τον αφήσω.

Εις τον ίδιον καιρόν ωμίλησα και εις τον εξωτικόν με τούτον τον τρόπον· επειδή και έχω την καλήν τύχην, του είπα, εις το να είμαι κληρονόμος του Σολομώντος, έχω δύναμίν να προστάζω να με φέρης εις ετούτην την στιγμήν με την βασιλοπούλαν την Μάλκαν εις το βασίλειον Σερενδίβ.

Και τους θεούς παρακαλώ να μη αναδώση βλαστόν η γη σ’ εκείνονε που δεν θα κάμη, όσα προστάζω° δέομαι στους θεούς ακόμη παιδί να μη του γεννηθή από τη γυναίκα μιά συμφορά χειρότερη απ’ αυτήν να λάχη. Κατάρα και στους ένοχους είτε πολλοί ’ναι είτ’ ένας° κακοθάνατος κακά να πάη.

ΟΣΒ. Βοήθεια! Μ' εσκότωσε! Βοήθεια! ΕΔΜ. Τι είν' αυτό; Τι έχετε; Τι τρέχει; — Χωρισθήτε! ΚΕΝΤ Με την αράδα σου και συ. Αν θέλης να κοπιάσης, σου διορθώνω το πετσί. Έλ' αρχοντόπουλό μου ΓΛΟΣΤ. Γυμνά σπαθιά! Τι έτρεξε; ΚΟΡΝ. Σταθήτε! Το προστάζω! Σταθήτε! Τον εσκότωσα, όποιον σηκώση χέρι! ΡΕΓ. Οι άνθρωποι της αδελφής και του πατρός μου είναι. ΚΟΡΝ. Τι πολεμάτε; Λέγε συ.

ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ναι, ναι! ΑΡΓΓΑΝ Σου λέω πως δε θα μεταβάλω καθόλου το σκοπό μου. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αυτά είνε λόγια. ΑΡΓΓΑΝ Δεν είνε καθόλου λόγια. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Θεέ μου! σας ξαίρω δα, είστε φυσικά πολύ καλός. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Μη συγχίζεστε, κύριε. Δε συλλογίζεστε πως είστε άρρωστος. ΑΡΓΓΑΝ Την προστάζω απολύτως να ετοιμαστή να πάρη τον άντρα που λέω. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Κ' εγώ της απαγορεύω απολύτως να τον πάρη.

Τότε αυτή έλαβεν ένα αγγείον γεμάτο νερόν, επάνω εις το οποίον είπε κάποια λόγια μυστικά, έπειτα γυρίζοντας προς το μοσχάρι του είπεν· ω μοσχάρι αν ίσως και είσαι φυσικά αληθινόν τέτοιον, καθώς τώρα φαίνεσαι, να απομείνης πάντοτε τέτοιον, ειδέ μη και είσαι άνθρωπος μεταμορφωμένος εις μοσχάρι από τέχνην μαγικήν, σε προστάζω με τούτο το νερόν να λάβης την φυσικήν σου μορφήν και το είδος σου· και λέγοντας αυτά τα λόγια του έχυσεν επάνω το νερόν· ω του θαύματος! ευθύς μετεμορφώθη εις την πρώτην του ανθρωπίνην μορφήν.