United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παραίτησέ το και πήγαινε να μάθης τα παιδάκια σου να κολυμβούν. — Ας το κλωσήσω ακόμη ολίγον, είπεν η πάπια. Αφού εκάθισα τόσας ημέρας ας κάμω ακόμη ολίγην υπομονήν. — Όπως αγαπάς, είπεν η γραία πάπια, και ανεχώρησε. Τέλος πάντων έσκασε το αυγόν, πιτς, πιτς, και εβγήκεν από μέσα έν μεγάλον και άσχημον παπί. — Τι μεγάλον παπί, είπεν η πάπια. Δεν του ομοιάζει κανένα από τ' άλλα παιδιά μου.

Ευχαρίστως! είπεν ο βοσκός, και εμβήκεν εις τον σάκκον· ο δε μικρός Κλώσος τον έδεσεν, επήρε το ραβδί του και υπήγεν εμπρός με τα πρόβατα. Μετ' ολίγον ο μεγάλος Κλώνος εβγήκεν από την εκκλησίαν, επήρε τον σάκκον εις τον ποταμόν, εκεί όπου ήτο πλατύς και βαθύς, και έρριψε μέσα τον σάκκον, εις τον οποίον εκείνος ενόμιζεν ότι έχει δεμένον τον μικρόν Κλώσον. — Καλά είσαι εκεί κάτω! εφώναξε.

Είμαι ογδώντα τριών χρόνων, είπε, και ψέμμα ακόμα ως τώρα δεν εβγήκεν από τα χείλη μου. Σας λέγω ότι αυτά είνε τα ρούχα. — Και πώς τα ξεύρεις ότι είνε αυτά; ηρώτησεν ο ξένοςΤα είδα απλωμένα. — Και το πανέρι πού ευρέθη; Είνε και αυτό της κυράς; — Δεν ξεύρω διά το πανέρι, ειμπορεί να είχεν αυτή, η Γυφτοπούλα, πανέρι με ρούχα δικά της.

Κι ώσπου να βγη στην πόρτα της, εβγήκεν η ψυχή της. Φάντασμα της Αγιά Μαρίνας Παλικάρια, Κορίτσια, βιολιτζήδες Τόπος, χωριό της Ανατολής.

Και δι' αυτήν την αιτίαν αυτή αντί να υπάγη εις τα λουτρά, επήρε θέλημα από την γραίαν, κα εβγήκεν από την χώραν διά να αναμερίση από την πειρακτικήν περιέργειαν του λαού. Ο νέος εκείνος αφού ελευθερώθη από τον θάνατον, εζήτησε ποίος τον ελευθέρωσε, διά να τον ευχαριστήση.

Η γυναίκα μου, βεβαιωμένη από την καθημερινήν συνήθειαν ότι εμπράκτως εγώ είμαι εις βαθύτατον ύπνον, εσηκώθη ευθύς χωρίς καμμίαν υποψίαν από το κρεββάτι, λέγοντάς μου· κοιμήσου και ποτέ να μην εξυπνήσης· και ευθύς ενδύθη και εβγήκεν έξω από τον θάλαμον. Τότε εγώ με ταχύτητα εσηκώθηκα, και αρματώθηκα με άρματα που είχα έτοιμα, και έτρεξα οπίσω της μακρόθεν.

Αλλ' αφ' ης ώρας εβγήκεν από το χωρίον μία ραγδαιοτάτη βροχή δεν έκαμε διόλου διακοπήν έως το εσπέρας και, το χειρότερον, δεν υπήρχε κανέν χωρίον, όπου να μείνωσι την νύκτα οι στρατιώται και να λάβωσι τινά περιποίησιν διά το κρύος και τον κόπον.

Πόσας φοράς, την νύκτα, το μεσονύκτιον ακριβώς, όταν ο κόσμος όλος εκοιμάτο, πόσας φοράς εβγήκεν από το δικό μου στήθος, και εβάρυνε με τον τρομακτικόν ήχον του το βάθος του σκότους που με ετρόμαζε. Λέγω ότι δεν ήτο άγνωστος. Εγνώριζα ό,τι εδοκίμαζεν ο γέρων, και τον ελυπούμην, αν και εγελούσα από το βάθος της καρδιάς μου.

Κάνει χρεία να στοχασθήτε, ότι όντας εκεί έναν χρόνον κλεισμένος, άφησα και αύξησαν τα γένειά μου, και τα μαλλιά μου, εις τρόπον που εφαινόμουν πολλά φοβερός και άσχημος· ώστε που η μορφή μου δεν επροξένησεν άλλο παρά να αυξήση τον φόβον εκείνου του λαού, ο οποίος φεύγοντας έκραζε· φεύγετε, ότι ο Μάγος Μοούκ εβγήκεν από το σπήλαιον.

Μίαν στιγμήν υπέστην όλην την φρίκην του πνιγμού· έγινα τυφλός, κουφός, ανόητος· και μοι εφάνη ότι ένας δαίμων αόρατος μου έδινεν από πίσω μια γερή γροθιά. Το μυστικόν, που τόσον καιρόν ήτο κρυμμένον, εβγήκεν από την ψυχήν μου.