United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ταύτα δε βλέπων εγώ εστενοχωρούμην και ελυπούμην την γυναίκα, διότι είνε καλή και αδίκως πάσχει.

Συνεμερίζετο άρά γε και αυτός τους φόβους των συγχωρικών του περί της θεραπείας του; Η συστολή με την οποίαν απεκρίνετο, οπόταν συνέβαινε να τον συναντήσω, το λοξόν βλέμμα με το οποίον εκύτταζε τους διαβαίνοντας, ενώ συνωμίλουν μετ' αυτού, ταύτα και άλλα εμαρτύρουν ότι ο δυστυχής είχε τας υποψίας του. Τον ελυπούμην κατάκαρδα.

Και ελυπούμην διότι διεψεύσθη μία ελπίς μου τόσον μεγάλη, ως να έχασα το ήλεκτρον εκ των χειρών μου, ενώ ήδη εσχεδίαζα με την φαντασίαν μου πώς και εις τι θα το μετεχειριζόμην. Αλλ' ακόμη περισσότερον επίστευα ότι θα εύρω εις τα μέρη εκείνα κύκνους πολλούς, κελαδούντας εις τας όχθας του ποταμού.

Πόσας φοράς, την νύκτα, το μεσονύκτιον ακριβώς, όταν ο κόσμος όλος εκοιμάτο, πόσας φοράς εβγήκεν από το δικό μου στήθος, και εβάρυνε με τον τρομακτικόν ήχον του το βάθος του σκότους που με ετρόμαζε. Λέγω ότι δεν ήτο άγνωστος. Εγνώριζα ό,τι εδοκίμαζεν ο γέρων, και τον ελυπούμην, αν και εγελούσα από το βάθος της καρδιάς μου.

Αυτό απεσύρετο, καθ' ην στιγμήν ήδη η Καρολίνα εξήρχετο και είπε: «Λουδοβίκε, δος το χέρι σου εις τον εξάδελφον». Το έκαμε με πολλήν ελευθερίαν και δεν ηδυνήθην, μολονότι η μικρή του μύτη ήτο γεμάτη μύξες, να μη το φιλήσω με όλην μου την καρδίαν. — Εξάδελφος είπα, ενώ της έδιδα το χέρι· πιστεύετε ότι είμαι άξιος της ευτυχίας να είμαι συγγενής σας — Ω, είπε με ελαφρόν μειδίαμα, η συγγένειά μας είναι πολύ εκτεταμένη, και θα ελυπούμην αν θα είσθε ο πλέον μακρινός συγγενής μας.

Εις εμέ τα κλειστά παράθυρα, οι χαίνοντες τοίχοι, η χορτοφυούσα αυλή, ο απερίφρακτος και παντί λυμεώνι ανεπεπταμένος κήπος, δεν ηξεύρω πώς ενεποίει παραδόξως ικανοποιητικήν εντύπωσιν. Μοι εφαίνετο ότι θα ελυπούμην, εάν εξηκολούθει ο οίκος εκείνος ν' ακμάζη. Διότι ήτον ο οίκος του Μητάκου· ο οίκος του Λαμπή, του πρώην ταχυδρόμου.

Δεν ήρχετο δε διότι, κατά κακήν τύχην και ωσάν να μη ήρκουν τα άλλα, ηγέρθη αίφνης σφοδρότατος άνεμος και εβόυζε μαινόμενος περί τους τοίχους της οικίας, και εσύριζε σείων τα κλειστά παραθυρόφυλλα. Ενίοτε μου εφαίνετο ότι κλονείται η οικία ολόκληρος και η κλίνη μου συγχρόνως. Ελυπούμην τον δυστυχή Νίκον αναλογιζόμενος οποίαν εντύπωσιν θα προξενή εις αυτόν η βοή της τρικυμίας.

Όταν λοιπόν είδα και αυτήν μου την ελπίδα να διαψευσθή, έτι μάλλον ελυπούμην, αλλ' επροσπαθούσα να παρηγορήσω τον εαυτόν μου με την σκέψιν ότι και άλλοι πολλοί, μεταξύ των οποίων και σοφοί και λίαν φημιζόμενοι διά την σύνεσίν των, δεν εγνώριζαν την αλήθειαν.