United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα πρωί βρέθηκε νεκρός στη δημοσιά, πάνω στη γέφυρα, μετά το χωριό. Πρέπει να είχε πεθάνει από συγκοπή, επειδή δεν είχε κανένα ίχνος βίας επάνω του, μόνο μια μικρή πράσινη κηλίδα στο λαιμό, κάτω από το σβέρκο.

Η μικρή Λουκρητία είχε κλείσει τα όμματα, διότι ήτο μόλις δεκαεπτά ετών και δεν είχε γνωρίσει ακόμη τα πάθη και τα βάσανα.

Ήρθε κ' η Καλαφάταινα με την κόρη της να σε πη έχε γεια, και πουθενά δε σε βρίσκαμε. Να δα που σαγαπάει η μικρή κιόλας, και σου άφησε το κεντημένο αυτό μαντίλι. Τα μοίρασε όλα της τα προικιά. Και για σένα, λέει, έφερε το καλλίτερό της μαντίλι, να τη θυμάσαι. Αυτό είναι το μαντίλι που βρήκες δεμένα αυτά τα χαρτιά, κληρονόμε μου. Είναι μαυρισμένα τα ξόμπλια του, και κίτρινο το πανί του...

Μπροστά του, πήλινη μικρή λυχνία τρεμοσβύνει. Πάνω από το τραπέζι, κρεμασμένα στον τοίχο από μεγάλα καρφιά, φορτίζονται ένας μακρύς μάτσος κρεμμύδια, μια ξερή προβιά λαγού, ένα καλάθι, ένα κλουβί με μια πέρδικα και στα τούβλα πάνω με μεγάλα άσπρα γράμματα από ασβεστόχρωμα διαβάζονται δύο λέξεις από της Ωδές του Ορατίου: ΑNGULUS RIDET Ένα πήλινο πιάτο στη γωνιά του τραπεζίου με μαρίδες.

Εκινδύνευε να βυθισθή εις το κύμα η μικρή βάρκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, πλέουσα ανάμεσα εις βουνά κυμάτων, έκαστον των οποίων ήρκει διά να ανατρέψη πολλά και δυνατά σκάφη και να μη αποκάμη, και εις αβύσσους, εκάστη των οποίων θα ήτο ικανή να καταπίη εκατόν καράβια και να μη χορτάση. Ολίγον ακόμη και θα κατεποντίζετο.

Η μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να βελάζη!. . . Ω, αυτό δεν το είχα προβλέψει. Ημπορούσα να σιωπώ εγώ, αλλά δυστυχώς δεν ήτο εύκολον να επιβάλω σιωπήν εις την αίγα μου.

Δεν πολυβάσταξε ως τόσο ο συμμαζεμός αυτός της μικρής· ήξερε να την ξαναφέρνη στα νερά του ο γέρος, κ' οι νοστιμιές του έπερναν κ' έδιναν πάλι. — Έλα τώρα να μας πιής κ' ένα κρασί στην υγειά του Παυλή, της κάνει δίνοντάς της ποτήρι. Το παίρνει η μικρή το ποτήρι, κι ό,τι έκαμε νανοίξη το στόμα της αλλαξοθωρίζει. Κάτω το ποτήρι κι αναβλέπει τη μάννα. Σύννεφο η μάννα κι αστροπελέκι.

Καθώς έκαιγε ο ήλιος και διψούσαν, ζητήσανε να πιούν. Η μικρή υπηρέτρια έψαξε να βρη κανένα ποτό, μέχρις ότου ανακάλυψε το μπουκαλάκι που είχεν εμπιστευτή η μητέρα της Ιζόλδης στη Βραγγίνα. — Ηύρα κρασί! τους εφώναξε. Όχι δεν ήτανε κρασί. Ήτανε το πάθος, η τραχειά χαρά, και η αγωνία η ατελείωτη, κι' ο θάνατος. Η μικρή γέμισε ένα ποτήρι και τώδωσε στην κυρία της.

Έχω λοιπόν μεγαλωτάτην την ευχαρίστησιν, του απεκρίθη η Χαλιμά που και ετούτη η ιστορία, την οποίαν εδιηγήθηκα, σου άρεσε, ελπίζοντας ακόμη πως θέλει σου αρέσει και άλλη μία ιστορία δύο εξωτικών, την οποίαν μου την εδιηγήθη η βάγια μου, όταν ήμουν μικρή, και αν είναι με το θέλημά σου θέλω την διηγηθή.

Μείναντας έτσι μονάχος ο Παυλής άρχισε να κόβη γύρους στο περιβόλι. Βλέποντάς τον η μικρή αναπηδάει κι αυτή και τρέχει σιμά του. Κι αφορμή από τα χρυσοκόκκινα τα ψάρια που κολυμπούσανε στου σαντριβανιού την ολοστρόγγυλη γούρνα, άρχισαν κι αυτοί τα λόγια, πρώτα λίγα λίγα και κοντουλά, κατόπι σαν πιώτερα, ώσπου ξεθάρρεψαν και γελούσαν κιόλας απάνω στην ομιλία.