United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι μας κάνατε! Γιατί να κατεβήτε απ' το κρεββάτι; Να σας δώσω αιθέρα να μυρίσετε ; Σταθήτε να σας φέρω λίγο νερό να πιήτε! Μα ως που να βάλη νερό στο ποτήρι και να ξεστουπώση το μπουκαλάκι με τον αιθέρα, ξανάκλεισαν της Βεργινίας τα μάτια και το κεφάλι της έπεσε βαρύ απάνω στο στήθος και κύλησε κατά πλάι: άνθος σε κλωνί σπασμένο. Τότε την έπιασε σαν τρέλλα τη Λιόλια.

Αφού το αποτελείωσε με μαγικές τέχνες, τώκλεισε μέσα σ' ένα μπουκαλάκι και είπε κρυφά στη Βραγγίνα. — Κόρη, θακολουθήσης την Ιζόλδη στη χώρα του Βασιληά Μάρκου, και θα την αγαπάς με πιστή αγάπη. Πάρε λοιπόν αυτό το μπουκαλάκι με το κρασί και κράτα καλά τα λόγια μου. Κρύφ' το με τέτοιον τρόπο ώστε κανένα μάτι να μη το ιδή και κανένα χείλι να μη τ' αγγίση.

Από το λεπτεπίλεπτο μπουκαλάκι της μυρουδιάς χαμογελούσε η Αφροδίτη για την τουαλέττα της και μ' ολόγυμνον Μαινάδιον συντροφιά ο Διόνυσος χόρευε, με τα πόδια γυμνά και μες στο μούστο βαμμένα, γύρω στην κανάτα του κρασιού, εκεί που σαν Σάτυρος ο γέρω-Σειληνός κυλιόταν πάνω στα φουσκωμένα ασκιά ή κουνούσε κείνο το μαγικό σπαθί, που είχε στην άκρη ένα τριμμένο κώνον ελάτου και τη λαβή στεφανωμένη με μουχρό κισσό.

Καθώς έκαιγε ο ήλιος και διψούσαν, ζητήσανε να πιούν. Η μικρή υπηρέτρια έψαξε να βρη κανένα ποτό, μέχρις ότου ανακάλυψε το μπουκαλάκι που είχεν εμπιστευτή η μητέρα της Ιζόλδης στη Βραγγίνα. — Ηύρα κρασί! τους εφώναξε. Όχι δεν ήτανε κρασί. Ήτανε το πάθος, η τραχειά χαρά, και η αγωνία η ατελείωτη, κι' ο θάνατος. Η μικρή γέμισε ένα ποτήρι και τώδωσε στην κυρία της.

Έπειτα ο Νίκος έψαξε κ’ ηύρε το μπουκαλάκι με τον αιθέρα πάνω στον κομμό και τάνοιξε κάτω απ’ τη μύτη της. Μα η Βεργινία δεν κουνήθηκε. Της έσταξε λιγάκι στα μηλίγγια της και της τάτριψε. Της έτριψε και τα χέρια μ' όλη του τη δύναμη ως που ρόδισαν αχνά.

Εδώ περπατούσαμε, εδώ καθόμαστε πλάι πλάι, κοιμόμαστε, τρώγαμε, αγρυπνούσαμε. Εδώ κατασταλάξανε σ' έναν εξαντλητικό πόνο όλα όσα ζήσαμε κι ονειρευτήκαμε μαζί. Εδώ βούλωσε η γυναίκα μου το μπουκαλάκι με το μόσκο όταν έσβησε πια η τελευταία ελπίδα.

Κανένας δε με κρατάει. Αχ! Πνίγομαι. Πνίγομαι. ΜΙΣΤΡΑΣΜπάρμ-Αργύρη, γλήγορα, για το Θεό, τρέξε. Στην κάμαρά μου, απάνω στο γραφείο μου είναι ένα κουτάκι, ένα μπουκαλάκι. Φέρτα γρήγορα! Τρέχα! Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΔυστυχία μου, δυστυχία μου! Δεν είναι τίποτα Τάσσο! Η αγγίνα σου. Ησύχασε. Θα περάση . . . Τώρα θα σου κάνω εγώ ό,τι πρέπει. ΦΛΕΡΗΣΤη Λέλα! Θέλω να ιδώ τη Λέλα. ΜΙΣΤΡΑΣ — Η Δώρα!

Τις παρεκτροπές μου πως κάποτε από ένα ποτήρι κρασί παρασύρομαι και πίνω ένα μπουκαλάκι! Μη το κάνετε! είπε· να συλλογισθήτε την Καρολίνα! Να συλλογισθώ! είπα· και είναι ανάγκη να μου το διδάξετε αυτό ; Συλλογίζομαι! — δεν συλλογίζομαι. Είσαστε πάντα στην ψυχή μου.

Εκείνη ήπιε με μεγάλες ρουφηξιές, κ' έπειτα τώδωσε στον Τριστάνο, ο οποίος το άδειασε. Εκείνη τη στιγμή εμπήκε η Βραγγίνα και τους είδε που κύτταζαν ο ένας τον άλλο αμίλητοι, σαν ζαλισμένοι και σαν μαγεμένοι. Είδε μπροστά τους το μπουκαλάκι, σχεδόν άδειο, και το ποτήρι. Πήρε το μπουκαλάκι, έτρεξε στην πρύμη, το πέταξε στη θάλασσα και φώναξε θρηνώντας: «Δυστυχισμένη εγώ!