United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκοψε τα δέντρα, ξερρίζωσε τους θάμνους, έβγαλε την πόρτα του φράχτη και την έρριξε απάνω στη βάρκα. Κι αφού κύλησε τις πέτρες της σκάλας στη θάλασσα και κατάστρεψε έτσι και την αποβάθρα, έφυγε από το νησί ευχαριστημένος πως ο εχτρός του δεν είχε να κερδίση τίποτε. Γι' αυτά μιλούσαμε, όμως όλη την ώρα η δική μας απογοήτεψη παραφύλαγε πίσω από τα λόγια μας κ' η Έλσα έτρεμε.

Τα γκέμια αφτός κρατούσε κι' έτρεχε εκεί που πιο πυκνοί χτυπιόντουσαν οι λόχοι, του αντρειωμένου Έχτορα ζητώντας και τους Τρώες να καλοπιάσει· μα κακό του βγήκε στο κεφάλι, 450 κακό που δεν του πρόλαβαν κιας λαχταρούσαν όλοι, τι πίσω μπήκε η άχαρη σαΐτα μες στο σνίχι. Κι' όξω οχ τ' αμάξι κύλησε, γυρνούν και τα γοργά άτια πίσω ξανά, την άμαξα κατρακυλώντας άδια.

Ξανά άλλη ο Τέφκρος τίναξε οχ τη χορδή σαΐτα ίσια μπροστά στον Έχτορα, ζητώντας ναν τον σφάξει. 310 Μα αστόχησε κι' αφτό, γιατί τη στραβοπήγε ο Φοίβος, μόνε τον Αρχεπόλεμο χτυπάει, τον αντριωμένο του Έχτορα αλογοδηγό, ενώ στη μάχη ορμούσε. κι' ομπρόστηθα, εκεί στου βυζιού τα μέρη, τον καρφώνει· κι' όξω απ' τ' αμάξι κύλησεπήραν και δρόμο πίσω τα γλήγορα άτιακι' έμεινε νεκρός αφτού στον τόπο. 315

Πού καθώς έτρεχε ίσα ομπρός, του ρήχνει ο αντριωμένος Διομήδης, μα δεν πέτυχε, παρά τον αμαξά του τον Ηνοπιά, τ' αράθυμου Θηβαίου γιο, καρφώνει 120 μπρόστηθα, στο βυζί κοντά, ενώ οδηγούσε τ' άτια. Κι' όξω απ' τ' αμάξι κύλησε, πήραν και δρόμο πίσω τα γλήγορα άτια, κι' έμεινε νεκρός εκεί στον τόπο.

Τι μας κάνατε! Γιατί να κατεβήτε απ' το κρεββάτι; Να σας δώσω αιθέρα να μυρίσετε ; Σταθήτε να σας φέρω λίγο νερό να πιήτε! Μα ως που να βάλη νερό στο ποτήρι και να ξεστουπώση το μπουκαλάκι με τον αιθέρα, ξανάκλεισαν της Βεργινίας τα μάτια και το κεφάλι της έπεσε βαρύ απάνω στο στήθος και κύλησε κατά πλάι: άνθος σε κλωνί σπασμένο. Τότε την έπιασε σαν τρέλλα τη Λιόλια.

Είπε και ξίφος άρπαξε με το δεξί του χέρι, 'που το 'χε ρίξ' ο Αγέλαος, οπότ' εξεψυχούσε, χάμαι· μ' εκείνο του 'κοφτε το σνίχι μες την μέση, κ' ενώ 'μιλούσε κύλησετο χώμα η κεφαλή του. Την μαύρη μοίρα ξέφυγεν ο αοιδός Τερπιάδης 330 Φήμιος, 'που βιαζόμενος τραγούδα των μνηστήρων.

Βάφουντο αίμα τα σπαθιά... Παραδαρμός, φοβέραις. Βουβάλια πού αγριέψανε... Τρώγονται συνατοί τους... Στέκουν και ξεδιαλέγονται... αθέρας... ένας κ' ένας... Τα χρόνια τους πρωτομαγιαίς.... Ότι και ξεφυτρώναν Της νειότης τα τριαντάφυλλα. Λουλούδια, βλασταράκια, Τα κύλησε η νεροποντή καιτον καταποτήρα Τα παρασέρνει ο ποταμός.