United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρώτος ο γερο-Φοίνικας ομπρός ας οδηγέβει, Επειτα του Λαέρτη ο γιος κι' ο Αίας ο μεγάλος· και κράχτες, διο ας ακολουθούν, ο Νόδιος κι' ο Βρυβάτης. 170 Και τώρα φέρτε μας νερό να νίψουμε τα χέρια κι' όλους διατάξτε να σταθούν με σέβας, τι του Δία θα κάνουμε μια δέηση, ανίσως μας πονέσειΕίπε, κι' εκείνοι τ' άκουσαν με προθυμιά το λόγο.

Ολημερής κουρεύουνε, το γιόμα τρων και πίνουν Κ' εκείτο ηλιοβασίλεμμα σκολνούν κι' αποκουρεύουν, Τότ' ένας γέρος κορευτής προβάλλει ομπρός και κρένει: Για σκώτε απάνου, ωρέ παιδιά, για αφήστε τα ψαλίδια, Για μάστε τούφα αμάραντο, μάστε χεριές αρείκη Κι' αγιόκλημα και σφελαχτό, πιάστε τον πρώτο δάσο Και δέστε τουτα κέρατα τ' ασημοκεντισμένα, Πάρτε και του γαλάτου αφρό ραντίστε τα ποκάρια, Βάξτε; χούι, χούι, χούι! τρεις βολές, ρίξτε και τρία αρμούτια Και ειπέτε και του τσέλιγγα παινετικό τραγούδι.

Το καζάνι της νέας ρωμιοσύνης έβραζε ακόμα, και χοχλακίζανε μέσα του ταρίθμητά της στοιχεία, πολιτισμένα και βάρβαρα· εκεί λοιπόν που πήγαινε ομπρός το εθνικό αυτό λαμπικάρισμα, ξεφύτρωναν ξεθυμασμένοι φιλόσοφοι και μας χύνανε νερό στη φωτιά. Τους χτύπησε ο Ιουστινιανός μ' όλη τη δύναμη του.

Μοίρασε το κριάς κι' ο Αχιλέας, κι' έπειτα κάθισε αντικρύ του θεϊκού Δυσσέα, έτσι απ' τον άλλο τοίχο εκεί, και του Πατρόκλου τούπε πρώτα το μέρος των θεών να πάρει και να κόψει. 220 Κι' έρηξε αφτός τις προσφορές μες στης φωτιάς τις φλόγες Τότε όλοι σ' έτοιμα άπλωσαν φαγιά στρωμένα ομπρός τους.

Δικό μου! της φώναξε χωρίς καλά καλά να σκεφτή. — Σαν είνε δικό σου πως δεν τόπιανες τόσον καιρό; τον ρώτησε με χαμόγελο εκείνη. Στάθηκε άφων' άλαλος ο Δημητράκης. Αλήθεια πως δεν τόπιανε τόσον καιρό; Η κόρη, βλέποντας την ταραχή του, γέλασε καλόκαρδα κι απίθωσε στο χέρι του το τρυποκάρυδο. — Πάρ' το, είπε. Και να ξέρης καλά από δω κι ομπρός.

Από το χτύπημα, εννοείται, κάτι αρπάζει κ' η δημοτική. Λέω πως χτυπάει τους δημοτικούς, και στον πατριωτισμό τους μάλιστα, μα καλά καλά δεν ξέρω ποιους θέλει να πη. Τον Εφταλιώτη και μένα, μας βάζει ομπρός στα γερά. Γράφει και τόνομά μας.

Τι πριν ο Αχιλέας δε θα μας βλάψειμούταξε σα μ' έστελνε απ' τα πλοία780 πριν η δωδέκατη η αβγή γλυκοχαράξει πρώταΕίπε, κι' αφτοί στα κάρα τους τα βόδια και μουλάρια ζέβουν, και χέρι χέρι ομπρός μαζέβουνται στη χώρα.

Λυπήθη τότε ο Αστροπιός πεσμένο σαν τον είδε, και τρέχει τους οχτρούς κι' αφτός με πάθος να χτυπήσει, μα αργά το σκέφτηκε, γιατί παντού ασπιδοφραγμένοι στέκανε γύρω στο νεκρό με πρόβαλτα κοντάρια. 355 Τι ο Αίας έτρεχε παντού, τους θάρρυνε τους μίλαε, οχ το νεκρό τους σύσταινε κανείς μήτε ένα βήμα να μην κωλώνει ή χώρια ομπρός να πολεμά απ' τους άλλους, Μον γύρω να βαρούνε εκεί κατάκοντα στημένοι.

Και πίσωθε οι διο Αίιδες αμπόδιζαν τους Τρώες, λες κάβος βραχοστήθωτος που σταματάει το κύμα 747 σαν αφροσπάει κι' ανόφελα λυσσάει ναν τον κλονίσει· 751 έτσι όλο πίσω οι Αίιδες βαρούσαν το γιουρούσι των Τρώων, π' όλοι τους μαζί με πείσμα ακολουθούσαν, μ' άρχους διο ομπρός ατρόμητους, τον Έχτορα κι' Αινεία. Σαν έτσι αφτοί χτυπιόντουσαν, που λες φωτιά 'χε ανάψει.

Έσκουξε τότε ο Πάνταρος με μια φωνή μεγάλη «Τρώες, ομπρός, λιοντόκαρδοι, αλόγων 'μερωτάδες! Βρήκα τον πρώτο απ' τους οχτρούς! Πολύ δε θα βαστάξει θαρρώ στη γοργοσαϊτιά, αλήθια αν ο αφέντης του Δία ο γιος με σήκωσε, όταν ναρθώ κινούσα105 Έτσι είπε και παινέφτηκε.