Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Κι' αφτός ενώ βογγούσε, 70 να! άξαφνα ομπρός του πρόβαλε η σεβαστή του η μάννα, και ξεφωνώντας έπιασε του γιου της το κεφάλι, κι' άρχισε μ' αναφυλλητά ναν του μιλάει και τούπε «Τι κλαις, παιδί μου, τι κακό σου πίκρανε τα σπλάχνα; Πες το, μην τόχεις μυστικό.
Είπε κι' αφτοί μισόφοβοι απ' τις φωνές του γέρου 265 βγάζουν το κάρο σηκωτό, μουλάρικο καινούργιο στέριο όμορφο καλόροδο, και το κουτί τού δένουν. Και κατεβάζουν το ζυγό κατόπι οχ το παλούκι — ζυγό πυξένιο, με καρφί και διάκια βολεμένο — κι' όξω μαζί μ' εφτάπηχο τον φέρνουν ζυγολούρι. 270 Απέ στυλώνουν το ζυγό στ' ολόξυστο ατιμόνι ομπρός ομπρός και του περνούν στη μύτη την κρικέλλα.
Κι' οι μπιστικοί συντρόφοι το γδέρνουν και το συγυρνούν καλά με κάθε τέχνη, και λιανισμένο ταχτικά στις σούγλες το περνούνε, το ψαίνουν όμορφα όμορφα κι' απ' τη φωτιά το βγάζουν. Κατόπι παίρνει το ψωμί να δώσει ο Αφτομέδος 625 μες σε πανώρια κάνιστρα, και πάει και στο τραπέζι τα βάζει απάνου· και το κριάς μοιράζει ο Αχιλέας. Και τότες σ' έτοιμα άπλωσαν καλούδια, ομπρός στρωμένα.
Πάντα αλαφρόμιαλοι είναι οι νιοί, μα μ' όσους τύχει ο γέρος, ο γέρος βλέπει πίσω του, βλέπει κι' ομπρός του ο γέρος, πώς πιο καλύτερα η δουλιά να βγει και για τους διο τους.» 110 Είπε, κι' εκείνοι χάρηκαν, οι Δαναοί κι' οι Τρώες, με την ολπίδα απ' τους σκληρούς πολέμους να γλυτώσουν.
Και σπάει στα δάκρια ο γέροντας, κ' υψώνοντας τα χέρια χτυπούσε το κεφάλι του, και με φωνή και κλάμα το γιο του ξόρκιζε κ' ομπρός στο Ζερβοπόρτι ολόρθος 35 δίψαε ως στο τέλος του Πηλιά το γιο να πολεμήσει.
Στερούσουν όμως, αν τύχαινε κ' ήθελες μάθημα τέχνης από το φυσικό, στερούσουν τα σκέλια, κρυμμένα καθώς είταν μες στα μακριά τα στιβάνια. Στέκετ' ομπρός στο μισόγεμο το σακκούλι ο Πανάγος. Γνωρίζοντας τις συνήθειες της λυγερής, το μαντεύει κατά που τράβηξε, και τηράει μαριόλικα προς τα κάτω.
Και ξεκινάει να πάει, κι' ομπρός η Ίριδα οδηγούσε, 95 γοργή θεά ανεμόποδη· και δίπλα, να περάσουν. το λάλο παραμέριζε κι' αφροντυμένο κύμα. Και στην ξηρά άμα ανέβηκαν, πετούν ως στα ουράνια.
Ομπρός! στη μάχη, — τι είναι χριά — και λαβωμένοι ας πάμε! Και τότε εκεί δε μπαίνουμε στους χτύπους, μον παρέκει στέκουμε εμείς, μη φάει πληγή πας σε πληγή κανείς μας· 130 μα άλλους εκεί προστάζουμε να παν ομπρός, π' ως τώρα έτσι αγαπούν και τόρηξαν απ' οκνηρία όξω κι' όξω.» Έτσι είπε, κι' όλοι πείστηκαν στο γνωστικό του λόγο, και ξεκινούν, κι' ομπρός ομπρός περπάταε ο γιος τ' Ατρέα.
Κι' αφτοί τρεχάτοι πήραν δρόμο. 150 Έτσι ήρθαν στη μυριόπηγη κυνηγοβόσκητη Ίδα, κι' ήβραν το Δία στου βουνού την άκρη καθισμένο, στο Ξέφαντο· κι' είχε άλωνα μοσκαχνισμένο γνέφι. Κι' ομπρός σαν ήρθαν στων θεών κι' αθρώπων τον πατέρα, στέκουν και καρδιοχάρηκε, άμα τους είδε, ο Δίας 155 που έτσι τα λόγια τ' άκουσαν της γυναικός του αμέσως.
Μηδ' άφινε κι' ο Σκάμαντρος τη λύσσα, μον πιο ακόμα 305 θυμός τον πήρε, και μ' αψύ ορθοστημένο κύμα ορμούσε κι' όλο ανάσκελα τον άμπωχνε να πέσει. 307 327 Τον είδε τότες κι' έσκουξε η Ήρα, τρομασμένη 328 μήπως τον πνίξει το τρανό βαθύχοχλο ποτάμι, και κράζει εφτύς στον Ήφαιστο, το λατρεμένο γιο της 330 «Παιδί μου κουτσοπόδη μου, ομπρός! γιατί στη μάχη εσένα λέμε ισόπαλο πως είσαι του Σκαμάντρου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν