Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Και πήγαν έκατσαν τειχιού ανάμεσα και τάρφου· εκεί φωτιά άναψε ο καθείς κι' ετοίμασαν να φάνε. Κι' ο γιος τ' Ατρέα μαζεφτούς τους πρώτους στην καλύβα τους πήγαινε όλους, και λαμπρό τους έβαζε τραπέζι. 90 Κι' εκείνοι σ' έτοιμα άπλωσαν λιγούδια, ομπρός στρωμένα.
Πού νάταν τότε εκεί κανείς να δει και να σαστίσει, κάπιος π' ακόμα αλάβωτος από σπαθί ή κοντάρι 540 να γύριζε καταμεσύς, κι' η Αθηνά απ' το χέρι κρατώντας τον, τις κονταριές μακριά του να σκουντούσε· τι Τρώων κι' Αχαιών πολλά κορμιά τη μέρα κείνη χάμου στα βούρκα θάβλεπε στρωμένα δίπλα δίπλα.
Μοίρασε το κριάς κι' ο Αχιλέας, κι' έπειτα κάθισε αντικρύ του θεϊκού Δυσσέα, έτσι απ' τον άλλο τοίχο εκεί, και του Πατρόκλου τούπε πρώτα το μέρος των θεών να πάρει και να κόψει. 220 Κι' έρηξε αφτός τις προσφορές μες στης φωτιάς τις φλόγες Τότε όλοι σ' έτοιμα άπλωσαν φαγιά στρωμένα ομπρός τους.
Και πριν του γύρεβε η καρδιά να πολεμάει τους Τρώες, 135 μα τότες λύσσα τρίδιπλη τον πήρε, σα λιοντάρι που πέρα, αλάργα απ' το χωριό, πηδά αψηλή μια μάντρα να φάει αρνιά πυκνόμαλλα, κι' ο πιστικός τού ρήχνει και το ματώνει, μα νεκρό στον τόπο δεν τ' αφίνει· το πάθος του έτσι πλήθηνε, μα δε βοηθάει κατόπι παρά τρυπώνει εδώ κι' εκεί, κι' έρμα τ' αρνιά σκορπάνε· 140 αφτά τα βλέπεις κατά γης σωρούς σωρούς στρωμένα, και το λιοντάρι απ' το μαντρί πηδάει ξαγριεμένο· με τέτια οργή τους μπήχτηκε των Τρώων κι' ο Διομήδης.
Είχε και δύο ή τρία «πατήματα» ή «ψαθιά», καθαρώτατα, στρωμένα κατ' αποστάσεις, ανά έν ήμισυ βήμα, όπως ρίπτουν εις τα ποτάμια και τα περάματα των χειμάρρων λίθους εδώ-εκεί κατά πλάτος του ρεύματος, διά να πατήτουν· επάτει εις αυτά και μετ' ευλαβείας επλησίαζεν εις το εικονοστάσιον, διά να εκπληρώση τα προς τους Εφεστίους χρέη.
Πύργος διπλοθεμέλιωτος και μαρμαροχτισμένος. Χτυπάει τ' αλόγου τα πλευρά να κατεβή 'ςτόν κάμπο, Γλυκά ροδίζ' η ανατολή. 'Σ ολίγο δίνει ο ήλιος. Λαμποκοπάν η αχτίδες του 'ςτά χιόνια τα στρωμένα, Λαμποκοπάν τα ρέμματα, λαμποκοπάει ο πύργος, Κ' ένας βαθύς αντίλαλος, οπού ξυπνάει την πλάση, Από τον πύργο τον ψηλό γλυκό τραγούδι φέρνει.
Πόσα δε μούπαν όλοι τους, βλαμάκια και ξαδέρφοι, πόσα δεν έκαναν αφτού να με βαστάξουν σπίτι! 465 Τι πλούσια θέλεις πρόβατα, τι τραχηλάτα βόδια μούσφαζαν, τι καλόθρεφτα καψάλιζαν γουρούνια, π' αστράφτανε του πάχους τους στρωμένα μες τις φλόγες· πόσο κρασί δεν πιόθηκε απ' τα σταμνιά του γέρου!
Το ονάριον επάτει ως επάνω εις βαμβάκια στρωμένα, έτρεχεν, έτρεχε κι' ο παπάς καβάλλα . . . Έτρεχε κ' η συντέκνισσα απ' οπίσω απ' την ουράν, γνωρίζουσα με ελαφρά τινα επιφωνήματα και με μίαν βέργαν την οποίαν εκράτει, να κάμνη το υποζύγιον να τρέχη. Έτριζε το χιόνι υπό τα βήματα. Επήγαν από τον κάτω δρόμον, το ρέμμα-ρέμμα, όπου δεν είχε πιάσει πολύ το χιόνι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν