Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Το έν μάλιστα θυγάτριον, μόλις επτά ετών, της γειτόνισσας της Προπαντίνας, η Ξενούλα, άρχισε να περιγελά την γραίαν με μιμικάς κινήσεις των χειρών και του στόματος. Στιγμήν τινα, τα δύο άλλα κοράσια έτρεξαν έξω της αυλής, η δε Ξενούλα, μείνασα, έκυπτεν εις το φρέαρ, κ' εζητούσε, με μίαν βέργαν, να φθάση και ταράξη το νερόν. Έκυπτεν επιμόνως αλλ' η βέργα ήτο πολύ κοντή και δεν έφθανε.
Εν τω μεταξύ, ο διδάσκαλος με τας χείρας οπίσω, με την βέργαν κρεμαμένην όπισθεν του σκέλους, με την σφυρίκτραν ανηρτημένην επί του στέρνου, περιήρχετο από κήπου εις κήπον, από σικυώνος εις άμπελον, καλησπερίζων τους ασχολούμενους εις το πότισμα των φυτών ιδιοκτήτας, λαμβάνων πληροφορίας και δίδων συμβουλάς.
Αλλά και πάλιν το ζώον δεν εβάδιζε καλώς, με όλους τους κτύπους όσους του κατέφερε με μίαν λεπτήν βέργαν εις τα οπίσω του. Απεφάσισε λοιπόν ν' απαλλαγή της συντροφίας, ήτις θα ήτο μάλλον βάρος ή βοήθεια δι' αυτόν, και να δέση κάπου το ζώον διά να το αφήση να βοσκήση. Εζήτησε μέρος κατάλληλον διά να το δέση, αλλά δεν εύρεν εις τον επάνω Άι- Γιαννάκην πλουσίαν βοσκήν.
Τότε ο μάγειρος παστρεύοντάς τα τά έβαλεν εις το τηγάνι ωσάν τα πρώτα, και όταν τα εγύρισεν από το άλλο μέρος, ιδού ακούεται μία βροντή εις τον τοίχον, ανοίγει ο τοίχος και βγαίνει εκείνη η ίδια ωραιοτάτη κόρη παρομοίως στολισμένη, και με την βέργαν εις το χέρι της εκτύπησεν ένα με την βέργαν, και είπε τα ίδια λόγια που είπε πρωτύτερα, ομοίως και τα ψάρια απεκρίθησαν τα ίδια· έπειτα με την βέργαν της αναποδογύρισε το τηγάνι, και έπεσαν τα ψάρια εις την χόβολην και αυτή εγύρισεν εις τον ίδιον τόπον από όπου βγήκεν.
Το ονάριον επάτει ως επάνω εις βαμβάκια στρωμένα, έτρεχεν, έτρεχε κι' ο παπάς καβάλλα . . . Έτρεχε κ' η συντέκνισσα απ' οπίσω απ' την ουράν, γνωρίζουσα με ελαφρά τινα επιφωνήματα και με μίαν βέργαν την οποίαν εκράτει, να κάμνη το υποζύγιον να τρέχη. Έτριζε το χιόνι υπό τα βήματα. Επήγαν από τον κάτω δρόμον, το ρέμμα-ρέμμα, όπου δεν είχε πιάσει πολύ το χιόνι.
— Τι θέλετ' εδώ; έκραξε με αυστηρότητα η Ευανθία. Γλήγορα στα θρανία σας... στας θέσεις σας! Έδραξε την βέργαν, κ' εφοβέρισε τας μαθητρίας. Η γραία Μονεβασιά, η μητέρα της δευτέρας δασκάλας, συνέπλεξε τας χείρας, κ' έκραξε· — Τώρα, τι να κάνουμε! τ' ήταν αυτό;... Μη λες πουλάκι, μ', πως το είχες παραγγελιά, για να μάθης τα κορίτσια κατά πώς είμαστε φτιασμένοι, ούλα τα πάντα.
Εκεί καθώς έκαιεν ο ήλιος, κ' έσιζον από ελαφράν πνοήν τα φύλλα των δένδρων, μικρός κρότος ηκούσθη άνωθεν, απ' τον ανατολικόν τοίχον του μοναστηρίου· μέσα από την βαθείαν λόχμην και τους πυκνούς θάμνους επρόβαλεν έν πρόσωπον. Γηραλέος άνθρωπος, μεγαλόσωμος, με τουφέκι εις τον ώμον, βέργαν εις την χείρα, και δύο πιστόλια εις το σελάχι περί την μέσην του. — Καλώς σας ηύρα· γεια σας, παιδιά.
Όταν εστοχάζετο ότι εψήθησαν από το ένα μέρος, ηθέλησε να τα γυρίση και από το άλλο, και ευθύς που τα εγύρισεν αιφνηδίως έγινε μία ταραχή μεγάλη και, ω τέρας αξιοθαύμαστον! άνοιξεν ο τοίχος του μαγειρείου, και εβγήκεν έξω μία κόρη θαυμαστή εις την ωραιότητα και εις το κάλλος, ενδεδυμένη με χρυσά και πολύτιμα φορέματα· εκρατούσεν εις το χέρι της μίαν βέργαν από μύρτον, και πλησιάζοντας εις το τηγάνι εκτύπησεν ένα από τα ψάρια με την βέργαν, και λέγει· «ω ψάρι, ψάρι, κάμνεις εσύ το χρέος σου ως σου τυχαίνει;» και επειδή το ψάρι δεν απεκρίνετο αυτή πάλιν είπε τα ίδια λόγια· τότε και τα τέσσαρα ψάρια ομού σηκώνοντας τα κεφάλια των απεκρίθησαν μεγαλοφώνως ταύτα τα λόγια·
Την στιγμήν εκείνην επέσυρε την προσοχήν του ο θόρυβος ον είχε προκαλέσει ο Γιαννιός ο Βρυκολακάκης εις το τελευταίον θρανίον. Ο διδάσκαλος ηγέρθη, εσφύριξε δυνατά με την σφυρίκτραν του, εκτύπησε με την βέργαν του επί του πρώτου χωλού θρανίου, έρριψε το τσιγάρον του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν