United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έσυρον τότε τα γιαταγάνια κ' εβάδισαν εναντίον αλλήλων με αργόν βήμα, με μάτι σταθερόν, παίζοντες τας λαμπράς λεπίδας εμπρός, κατά μέτωπον ο ένας τ' αλλουνού. Ο Ταχίρ έκυπτεν ο Ζάχος ορθόνετο· έκυπτεν ο Ζάχος, ορθόνετο ο Ταχίρ. Έκλινεν ο ένας αριστερά· επήρχετο ο άλλος δεξιά τρομερός, ακράτητος.

Έκυπτεν εκεί ακίνητος, ως να εχειροτονείτο, απορροφώσα με ιεράν ηδονήν την από των ευλογημένων αμφίων εκπεμπομένην μυστικήν ευωδίαν, κ' επιλέγουσα εις έκαστον στίχον του ιερέως το Αμήν.

Η τράπεζα ήτο εστρωμένη εις τον κήπον υπό την σκιάν γηραιάς πλατάνου και έκυπτεν υπό το βάρος των σταμνίων και κρεάτων, ων αι αναθυμιάσεις ανεμιγνύοντο μετά της οσμής των ανθέων. Μετ' ου πολύ δε ήρχισαν να φθάνωσι και οι συνδαιτυμόνες.

Το έν μάλιστα θυγάτριον, μόλις επτά ετών, της γειτόνισσας της Προπαντίνας, η Ξενούλα, άρχισε να περιγελά την γραίαν με μιμικάς κινήσεις των χειρών και του στόματος. Στιγμήν τινα, τα δύο άλλα κοράσια έτρεξαν έξω της αυλής, η δε Ξενούλα, μείνασα, έκυπτεν εις το φρέαρ, κ' εζητούσε, με μίαν βέργαν, να φθάση και ταράξη το νερόν. Έκυπτεν επιμόνως αλλ' η βέργα ήτο πολύ κοντή και δεν έφθανε.

Και τότε έκυπτεν η πτωχή εις το κύμα, ελάμβανεν αλμυρόν ύδωρ διά των χειρών της και απέπλυνε τα πικρά δάκρυά της. Ούτω διά δακρύων εχαιρέτιζε την οιχομένην ευδαιμονίαν της η αρχαία της νήσου καπετάνισσα. Ήτο η μόνη ανάμνησις, ήτις της έφερνε δάκρυα, νεφύδρια εις τον αίθριον ουρανόν των μαύρων της οφθαλμών.

Κατ' έτος, οι χωρικοί της Ευβοίας και τα χωριατόπουλα, έρριπτον κατά πρόσωπον αυτών το σκώμμα : «Να! η φ'στάναις! μας ήρθαν πάλι η φ'στάναιςΑλλ' αύτη έκυπτεν υπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τα ψυχία εκείνα της πλούσιας συγκομιδής του τόπου, απήρτιζε τρεις ή τεσσάρας σάκκους, ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι' εαυτήν και διά τα δυο ορφανά, τα οποία είχεν εμπιστευθή εν τω μεταξύ εις τας φροντίδας της Ζερμπινιώς, και αποπλέουσα επέστρεφεν εις το παραθαλάσσιον χωρίον της.

Την στιγμήν ταύτην εχειρίζετο έν των μεγίστων τρυπανίων, και έκυπτεν, ο θαυμάσιος, επί της κωπαστής, αιωρούμενος ως σχοινοβάτης, και ήνοιγε βαθείαν κάθετον οπήν εις μίαν των πλευρών του σκάφους. Ω, της ακαταληψίας! Αλλ' ο ήλιος εκρύβη ήδη εις την κορυφήν του υψηλού πετρώδους βουνού, και ο ίσκιος του &πουργοτζή& διεγράφη και αυτός από την επιφάνειαν του ύδατος και από την άμμον της παραλίας.

Από καιρού εις καιρόν έκυπτεν επί του ανοικτού φορείου διά να παρατηρήση, εις την λάμψιν της σελήνης, το προσφιλές εκείνο πρόσωπον, ως βυθισμένον εις νάρκην, και επανελάμβανεν: «Είναι αύτη! Ο Χριστός την έσωσεΕπροχώρουν με βήμα ταχύ εν μέσω των νεωστί εκτισμένων οικιών, των οποίων η λευκότης έλαμπεν υπό το σεληνιακόν φως. Η πόλις ήτο έρημος.