United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Να ευλογήση ο Θεός τον γάμον σας, παιδί μου, διά να μη πληρώσετε με πίκραις την χαράν σας. ΡΩΜΑΙΟΣ Αμήν, αμήν! Αλλ' η χαρά, ω πάτερ, που μου δίδεις κάθε στιγμή οπού περνώ κοντά της και την βλέπω, δεν ημπορεί να συγκριθή μ' όσαις κι’ αν έλθουν πίκραις. Τα χέρια μας συνένωσε με τ' άγιά σου λόγια, κι ας κάμη ό,τι του περνά ο Θάνατος κατόπιν. Φθάνει εγώ ν' αξιωθώ να την ειπώ 'δικήν μου.

Ο γέρων Βισβίλης,― νομίζω ότι τον βλέπω ενώπιον μου τώρα, ενώ γράφω,― όρθιος επί της πρύμνης, με τας δύο χείρας επί του μετώπου και κύκλω των οφθαλμών, ητένιζε μετά προσοχής, ωσεί προσπαθών να μετρήση τα πλοία. ― Έρχονται, ή φεύγουν; ηρώτησεν ο πατήρ μου. ― Πηγαίνουν προς την Σάμον, απεκρίθη ο πλοίαρχος. Ο θεός μαζή των ! ― Αμήν, υπέλαβεν ο πατήρ μου. Και οι δύο γέροντες έκαμαν τον σταυρόν των.

«Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται... καγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα». — Αμήν! είπεν η θειά το Μαθηνώ, και τα δάκρυά της, επί τη μνήμη του ανδρός και των τεσσάρων παιδιών, ταχέως εξητμίσθησαν ως σταγόνες όμβρου μετά θερινόν υετόν, εντός της κοίτης πάλαι ξηρανθέντος χειμάρρου.

Όποιος το μισοδιαβάση και πη πως δε βρίσκει μερικές αλήθειες μέσα σ' αυτό το παραμυθολόγι, και πως μερικά παραμύθια δεν είναι κι από αληθινές ιστορίες αληθινώτερα, ας έχη το ανάθεμα, αμήν». Πρι διαβάσης τις φυλλάδες μου, Χριστιανέ που με πήρες στα χέρια σου, ίσως θέλεις να ξέρης ποιος είταν ο Γεροδήμος. Ας σου δηγηθώ λοιπό με λίγα λόγια τα πρώτα μου χρόνια, πριν καταπιαστώ τις άλλες φυλλάδες.

Κ' έπειτα από τούτη δος του άλλη μία τρις χειρότερη, έως ότου η χειρότερη απ' όλες να τον συνοδεύη γελώντας εις τον τάφον και πενήντα φορές κερατωμένον! Άκουσε την παράκλησίν μου αυτήν, καλή μου Ίσις, και αρνήσου μου ακόμη και κάτι άλλο σπουδαιότερον. ΕΙΡΑΣ. Αμήν.

Βασιληά Μάρκε, φθάνει ο όρκος; — Ναι, Βασίλισσα. Κι' ο Θεός ας φανερώση την κρίσι του την αληθινή. — Αμήν, είπε η Ιζόλδη». Επλησίασε στη φωτιά, χλωμή και κλονιζομένη. Όλοι σιωπούσαν. Κόκκινο ήτανε το καυτό σίδερο. Βύθισε τα γυμνά μπράτσα της μέσ' τη φωτιά, έπιασε το σιδερένιο ραβδί, έκανε εννιά βήματα κρατώντας το στα χέρια της σε σχήμα σταυρόν, ανοιχτά.

Αμήν! ανεφώνησε πάλιν η γραία. Τέλος ο ιερεύς, με απαστράπτον το ασκητικόν του πρόσωπον, ωσεί αναβαλλόμένος το φως ως ιμάτιον, ασκεπής, με την ολόλευκον κεφαλήν του, και φορών πλέον μόνον το κάτασπρον ολοβρόχινον στιχάριον, Λευίτης της Νέας με τον ποδήρη χιτώνα της Παλαιάς, απονιφθείς τας χείρας εν τω νιπτήρι του Βήματος, ήλθε προς την γραίαν πάλιν και πριν αποσπογγισθή, ερράντισε τρις αυτήν κατά πρόσωπον, επιλέγων το τέλος του άσματος: — Όταν καθίση ο κριτής κρίναι την οικουμένην . . .

Τρεις μήνες αργώτερα, μια πρωινή, στον αυλόγυρο της Μονής, επαρουσιάσθη με το φτωχικό του κομπόδεμα, ο Άνθιμος, ο καλόγερος. — Καλό στο χελιδόνι που μας ήφερε πάλι την άνοιξη· τον εχαιρέτισε ο παππά Κύριλλος. — Αμήν! είπεν ο Άνθιμος.

ΜΑΚΒΕΘ Ο ένας είπε: Βοήθειά μου ο Θεός! κ' είπε «Αμήν» ο άλλος, ωσάν να μ' έβλεπαν μ' αυτά τα φονικά τα χέρια! Τους ήκουα που 'τρόμαζαν, αλλά δεν ημπορούσα να 'πώ «Αμήν», που έλεγαν «Θεέ, βοήθειά μας», ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Άφες τα τούτα! ΜΑΚΒΕΘ Διατί κ' εγώ δεν ημπορούσα να το προφέρω το Αμήν; Είχα πολλήν ανάγκην από την χάριν του Θεού, και όμως εκολνούσετον λάρυγγά μου το Αμήν!

Έκυπτεν εκεί ακίνητος, ως να εχειροτονείτο, απορροφώσα με ιεράν ηδονήν την από των ευλογημένων αμφίων εκπεμπομένην μυστικήν ευωδίαν, κ' επιλέγουσα εις έκαστον στίχον του ιερέως το Αμήν.