United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μεμακρυσμέναι βρονταί αντήχουν, και αι ψεκάδες του όμβρου διέλειπον επί μικρόν και πάλιν ήρχιζον να πίπτωσιν. Ο Τρέκλας ήτο άφωνος και δεν έλεγε το αίτιον της οργής του. Αλλά στιγμήν τινα ηκούσθη μασσωμένη μεταξύ των οδόντων του η λέξις· Άθλιε! μου πήρες την..... Και διεκόπη. Αλλ' ας σπεύσωμεν να είπωπεν προς τον αναγνώστην το πιθανώτατον αίτιον της επιθέσεως ταύτης.

Ο Αργέστης ήστραπτεν ασθενών από καιρού εις καιρόν. Ο Σκούντας προσεπάθει να κρύπτη το πρόσωπον. Η καταιγίς προηγγέλλετο. Ψεκάδες τινές όμβρου είχον αρχίσει να πίπτωσιν. Η Αϊμά ησθάνετο το μέτωπόν της υγραινόμενον και το ψύχος διεπέρα τα φορέματά της. Ο Σκούντας την ωδήγησεν προς το μέρος της κοιλάδος, όπου ήλπιζε να εύρη μέρος τι υπήνεμον, ίνα μείνωσι μέχρι της πρωίας.

Τρις σταυροειδώς ο ιερεύς ηυλόγησε την γραίαν και τρις επανέλαβε τον τελευταίον στίχον τρις δε και η γρηά-Κυρατσού, ανοιγοκλείουσα τους οφθαλμούς της, εφ' ων έλαμπον ακόμη ως σταγόνες όμβρου οι αγιασμένοι ραντισμοί, επείπε τα Αμήν, με ανέκφραστον ευλάβειαν, θαρρούσα ότι εν τη λειτουργία εκείνη, εξαναστεφανώθησαν τα τέκνα της, διότι καλέσας ο ιερεύς τότε και τους δύο συζύγους ευλόγησε και αυτούς μετ' ευλαβείας κύψαντας, κ' επήρεν είτα τα ιερά άμφια εις το άγιον Βήμα.

«Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται... καγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα». — Αμήν! είπεν η θειά το Μαθηνώ, και τα δάκρυά της, επί τη μνήμη του ανδρός και των τεσσάρων παιδιών, ταχέως εξητμίσθησαν ως σταγόνες όμβρου μετά θερινόν υετόν, εντός της κοίτης πάλαι ξηρανθέντος χειμάρρου.

Και όταν είδε τα όψα παρακάτω καθαρά και ευωδιάζοντα, την πρωίαν εκείνην, εις τα παντοπωλεία, και όταν είδε τας σταφυλάς της Αττικής δροσολουσμένας, εντός των καλάθων, ως ραντισμένας με τρίμματα κρυστάλλων, και όταν είδεν εν τη πλατεία της Ομονοίας φοίνικας και κυπαρίσσους μετά ένα υετόν αίφνης τόσον χλοερά ανακύψαντα, ως από τάφον αναστάντα, και τους ανθρώπους καθαρούς ως λουσθέντας και αυτούς από του νυχτίου όμβρου, περιπατούντας ή καθημένους επί των λαμποκοπούντων προθύρων των καφενείων, ενώ καθαρίως ενδεδυμένοι χωρικοί των Μεσογείων, φαιδροί και υπάδοντες σχεδόν, ως εν αρχαίω κώμω, ωδήγουν τα αμάξια του γλεύκους, διά κλώνων αγρίας πεύκης εστεφανωμέναδεν ηδυνήθη τότε να κρατήση τον θαυμασμόν της η Θωμαή, η χωρική, προς την μονογενή της Ελλάδος πόλιν, ήτις μοσχοβολούσα από την καθαριότητα, ανεπαύετο — η πεντελησία νύμφητην ευδίαν εκείνην ημέραν, υπό στερέωμα κυανούν, στεφανωμένη γύρω με καταγάλανα βουνά.