United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι δε μεταξύ των δύο συναπτόμενοι διάλογοι είνε άξιοι ιδιαιτέρας περιγραφής. Εάν ο Χόμο, βαρυνόμενος την αργίαν, και μη έχων εκδρομήν τινα να εκτελέση, ήρχιζε να σκαλίζη χάριν ασκήσεως το έδαφος με τους πόδας του, ο Τρέκλας τω έλεγε·Ησύχασε, Χόμο. — Γαυ! απήντα ο κύων, και εξηκολούθει να σκαλίζη. — Μη σκαλίζης, σου λέγω. — Γαυ! Γαυ! — Θα σε δείρω, Χόμο.

Γωύ! απήντησεν ο Χόμο περιφρονητικώς. Ο ξένος έκαμε κίνημά τι και ανέσυρεν εγχειρίδιόν τι εκ της ζώνης του. — Ποίος είν' εκεί; έκραξεν. Ο Τρέκλας είχε προβάλει μίαν στιγμήν την κατατομήν του διά μέσου του σκότους, και είτα κατέστη αφανέστερος ή πρότερον. Αλλ' ο ξένος νομίσας ότι ήτο ενέδρα, ησθάνθη εν εαυτώ πολύ θάρρος, και διευθύνθη αποφασιστικώς προς το μέρος όπου εκοιμάτο ο Τρέκλας.

Τι να γείνη! — Και θα έχης ώραις εις τον δρόμο. — Είμαι περήφανος 'στά πόδια, είπεν ο Τρέκλας δεικνύων τους στρεβλούς πόδας του. — Το ξεύρω. — Μ' εστείλανε διά δουλειά. — Διά τι δουλειά; — Τώρα θα σου πω. Άφησέ με να ξαποστάσω, είπε καθίσας. — Ξαπόστασε, καϋμένε Τρέκλα. Και αυτός ο σκύλος πώς ευρέθη; — Με ακολούθησε. — Σε ακολούθησε; είπεν ο Θευδάς. Θέλεις να πης, σου έδειχνε το δρόμο.

Ο Θευδάς εγίνωσκεν ότι ματαίως θα επέμενε, και απέσχε πάσης περαιτέρω ερωτήσεως. Αν είχον έννοιάν τινα οι ανωτέρω παιγνιώδεις λόγοι, μόνος ο Τρέκλας είξευρε τούτο, ο δε Θευθάς επώπτευε μόνον, αλλ' ουδέν βέβαιον εγίνωσκεν. Αλλ' όμως ευτυχέστερος ήτο ούτος του χρονογράφου, διατελούντος εν ζοφερά αγνοία περί του πράγματος.

Αλήθεια, εις την ψυχήν μου, απήντησεν απαθώς ο Τρέκλας. — Αλλά πώς δεν μου τάλεγες πρωτήτερα, όταν ήλθες, αλλ' εφαίνεσο να είχες τόσην όρεξι. — Δεν ήθελα να σε τρομάξω από μιας αρχής, είπεν ο Τρέκλας. — Τι διάβολε! Και θα μας έλθουν κ' εδώ αυτοί οι καβαλλαρέοι; είπε μετ' αφελούς τρόμου ο Θευδάς. — Δεν ξέρω, δεν μου είπαν ακόμα τα σχέδιά των, είπεν ο Τρέκλας.

Πε μου τουλάχιστον τι τον θέλεις, και τότε μπορώ ναποφασίσω. — Αν σου το πω, θα πας; — Θα πάω. — Κάνεις όρκο; — Κάνω. — Λοιπόν άκουσε, είπεν ο Τρέκλας. Και αναλαβών αιφνιδίως ήθος κωμικής σοβαρότητας, είπε·Το βέβαιον είνε ότι συμβαίνουν σπουδαία πράγματα, και ημείς οι παραμικροί δεν τα καταλαβαίνομε καλά. Η ηγουμένισσα μ' έστειλε να ειδοποιήσω τον &άρχοντα&.

— Ο Μάχτος! εξεφώνησε περιχαρής η Αϊμά. — Ο Μάχτος, βέβαια, είπε παρωδών ο Τρέκλας, συναισθανθείς ότι δεν ηδύνατο να βεβαιώση το πράγμα. — Ω Μάχτο! είπεν η Αϊμά. — Να είσαι έτοιμη, είπεν ο Τρέκλας. — Έτοιμη; — Θα έλθη να σε πάρη. — Ω, πότε; είπεν η Αϊμά. — Σε λίγο, είπε διφορουμένως ο Τρέκλας. — Καλώς να έλθη. Ω Μάχτο! — Μου έδωκε κ' ένα γράμμα, είπεν ο Τρέκλας. — Γράμμα; — Ναι.

Δεύτερον, μια αρμάδα άραξεν αντικρύ, εις το γιαλό μας, είπεν ο Τρέκλας. — Αρμάδα! και τι αρμάδα είνε αυτή; βενετική, γενοβέζικη, τούρκικη; — Γύφτικη, είπε σοβαρώς ο Τρέκλας. — Γύφτικη! ω διάβολε, με περιπαίζεις τόσην ώρα κ' εγώ δεν τώξερα! — Δεν σε περιπαίζω διόλου, είπε μετ' αγωνιώδους τόνου φωνής ο Τρέκλας. Γύφτικη, από την Αίγυπτο.

Πολλά έχεις να μάθης ακόμα, είπεν ο Τρέκλας. Όσο γηράζεις, τόσο θα μαθαίνης. — Ε, ύστερα, τι άλλο; — Τρίτον, επανέλαβεν ο Τρέκλας, καβαλλαρία ήρθεν εις το μοναστήρι. — Καβαλλαρία; — Είνε πεντακόσιοι, χίλιοι, αμέτρητοι και εγώ δεν ξέρω πόσοι. Και μας πολιορκούν, είπεν ο Τρέκλας μετ' ελεγειακού τόνου. — Σας πολιορκούν! — Και μας χρειάζεται βοήθεια.

Αφού ανεπαύθη επ' ολίγας στιγμάς ο Τρέκλας, εσηκώθη και είπε προς τον Θεόδωρον·Ειξεύρεις διατί ήλθα; Τα ψεύδη του Τρέκλα. Ο Θεόδωρος τον εθεώρησε μετ' απορίας και απήντησε·Πώς θέλεις να ειξεύρω διατί ήλθες; — Μήπως έμαθες τίποτε; — Τι να μάθω; — Επειδή εγώ δεν είμαι τόσον γρήγορος εις τον δρόμον... — Έλα δα!