Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Αφού έλεγε κατά κόρον ότι ήτο πτωχός, ίσως επεθύμει να κερδήση χρήματα. — Είσαι πτωχός, είπες; — Φτωχός... καθώς ο διάβολος, εψέλλισεν ο Τρέκλας. — Και θέλεις χρήματα; — Χρήματα; Ποιος τα έχασε; — Ορκίσου ένα πράγμα. — Τι; — Ότι δεν με είδες εκεί, είπεν αύθις μυστηριωδώς ο ξένος, και ότι δεν είσαι βαλμένος να μου πης ψέμματα.

Μπράβο σου! Λοιπόν είνε όλα ψέμματα; — Αμμέ; Θάρρεψες πως ήσαν αλήθεια; — Είσαι τρομερός ψεύτης. — Είσαι ψεύτης με δίπλωμα. — Είσαι αδιάντροπος. — Είσαι ξετσίπωτος. — Είσαι... — Είσαι... Ο Τρέκλας, αφού εσκέφθη επ' ολίγας στιγμάς, εψιθύρισεν ως να ωμίλει καθ' εαυτόν·Ξεύρω εγώ τι θα κάμω. Είνε ανάγκη να καταφύγη κανείς εις τα μεγάλα μέσα. Τα καταφέρνω εγώ καλά.

Ο Τρέκλας έδειξε τυχαίως την μίαν πλευράν της οικοδομής, χωρίς να ειξεύρη αν έλεγεν άλήθειαν ή όχι. — Εκεί είνε, είπε. — Και έχει παράθυρον προς τα έξω το δωμάτων της; — Δεν ξεύρω. — Πώς δεν ξεύρεις; Αφού το μέρος σου είνε γνωστόν. — Ποιος σου είπε πως μου είνε γνωστόν; — Εσύ το είπες. — Εγώ; — Αλλά μ' εμπαίζεις, φίλε μου, είπεν ο ξένος παρατείνων την υπομονήν του. — Όχι.

Δεν σέρνω ρωλόγι απάνω μου, απήντησεν ο Τρέκλας. — Και δεν ενήργησε τι η ηγουμένη, όπως καταδιώξη την φυγάδα; ηρώτησεν αύθις ο Πλήθων. — Ήθελε να στείλη εμέ κατόπιν της, απήντησεν ο Τρέκλας, και εκίνησεν άμα τους δυο πόδας, ώστε παρήχθη εντύπωσις ως θάμνου σειομένου υπό του βορρά. — Εύγε, είπεν ο Γεμιστός, μη δυνηθείς να μη υπομειδιάση. — Εύγε, επανέλαβεν ο Θευδάς.

Όταν είνε κανείς υπερήφανος 'στά πόδια... είπεν ο Τρέκλας. — Βέβαια, έχεις δίκηο. — Τότε έχει ανάγκη από ένα σκυλί διά να του δείχνη το δρόμο. — Σωστά. — Και δι' αυτό μου το δίνουν η καλόγρηαις, αυτό το σκυλί, διά οδηγόν. — Κατάλαβα. — Αλλοιώς δεν ειμπορούσα να τα καταφέρω. — Αυτό εννοείται. — Μα αυταίς η καλόγρηαις!... — Τι; — Σκύλιασαν. — Σκύλιασαν; — Βέβαια. Κοντεύουν να λυσσάξουν. — Όχι δα!

Νέαις είνε πολλαίς εδώ μέσα, είπεν ο Τρέκλας παρωδών. — Δεν σ' ερωτώ δι' αυταίς που είνε εξ αρχής. Καμμίαν ξένην είδες; — Μου φαίνεται. — Την είδες λοιπόν; — Δεν ενθυμούμαι καλά. — Είνε ολίγαις ημέραις, δεν είν' έτσι; — Σαν να μου φαίνεται. — Και αυτή ευρίσκεται ακόμη εις το μοναστήρι; — Πιστεύω. — Εμβαίνεις μέσα κάθε μέρα; — Κάθε μήνα. — Θα την έχουν κλεισμένην, βέβαια. — Κλεισμένην;

Εν τούτοις ο Τρέκλας, βλέπων το ανωφελές της καταδιώξεως, μετέβαλε τακτικήν, και επανελθών εις τον μύλον εκάθισε και ήρχισε να πλέκη το καλάθιον. Ο Χόμο, μη ων πανούργος, ενόμισεν ότι ο θυμός του παρήλθε, και επέστρεψε προς αυτόν σείων την ουράν. Αλλά τότε ο Τρέκλας αρπάζει αιφνιδίως τον Χόμο από του λαιμού και τον έτυπτεν ασπλάγχνως. Και όμως ο κύων δεν εμνησικάκει.

Ο Σκούντας τω είπε·Μία κόρη είνε εδώ άρρωστη. Άνοιξε μας να έμβωμεν, διότι μας επήρε βροχή. — Τι κάθεσαι και μου λες; είπεν ο Τρέκλας. Ποιος είσαι; Κάπως γνωρίζω την φωνήν σου. Ο Σκούντας εταράχθη. Τω εφάνη ότι και αυτός τον ανεγνώριζε. — Στάσου νανάψω φως, είπεν ο Τρέκλας. — Μην ανάπτης, σε παρακαλώ, είπεν ο Σκούντας.

Ο Τρέκλας εκράτει τον εχθρόν του σφιγκτώς από του λαιμού, και τον είχε καταβάλει ήδη και εγονυπέτει επί του στήθους του. Ηκούετο το ρογχώδες άσθμα του Σκούντα και οι απειλητικοί γρυσμοί του αντιπάλου αυτού. Πέριξ δε σκότος, σιγή και ερημία. Οι κλώνες των δένδρων εσείοντο υπό του ανέμου, ο ρύαξ κάτωθεν εμορμύριζεν εις την κοίτην του, και τα νέφη εξηκολούθουν σωρευόμενα άνωθεν εις τον αιθέρα.

Αργότερα, ειμπορώ να τους κάμω φίλους. — Το έχεις σκοπόν; είπε μετά θαυμασμού ο Θευδάς. — Βέβαια, αν τύχη. Ο Θευδάς εσιώπησε. Παρήλθαν στιγμαί τινες, και ο Τρέκλας ηναγκάσθη να τω είπη· — Ε, δεν πας τώρα; — Πού; — Εις τον κύριόν σου. — Να κάμω τι; — Να του πης ότι τον ζητούν. — Εγώ; — Ποίος άλλος; — Δεν πάγω, είπεν ο Θευδάς μεταμεληθείς. — Είσαι ψεύτης λοιπόν, τω είπεν ο Τρέκλας.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν