Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Εν τούτοις ο Πλήθων συνάψας τας ιδέας του είπε·Καλώς λέγεις, ω Σχολάριε. Αλλ' ουδαμού εκήρυξα εγώ δόγματα τοιαύτα, αν δε και εγράφη τι φιλοσοφικώτερον, δεν ήτο τούτο προωρισμένον όπως αναγνωσθή παρά του λαού. Αλλ' ας αφήσωμεν τούτο το ζήτημα, διότι μοι προξενεί κόπον. Ο Σχολάριος συνεστάλη και εσιώπησε. — Και είσαι απών εκ της Κωνσταντινουπόλεως από πόσου χρόνου; ηρώτησεν ο Πλήθων.

Ναι, απήντησα· και μου έχασε μίαν σπουδαίαν δίκην. — Ποίον είχε δικηγόρον ο αντίδικός σου, ηρώτησε περιέργως ο Δημήτριος. — Πού να ενθυμούμαι; Είνε τόσος καιρός! — Βέβαια κανένα από τους συνεταίρους του Αλεξάνδρου. — Είνε φρικτόν αυτό! ανεφώνησα. — Είνε και άλλα, . . είπεν ο φίλος μου, και εσιώπησε.

Εις το επιχείρημα τούτο δεν εύρε τίποτε ν' αντιτάξη ο Τερερές, όστις εσιώπησε, φοβηθείς από την τελευταίαν λέξιν του παπά ότι ούτος, εξερεθιζόμενος, θα έφθανεν εις πράγματα δυσάρεστα. Ο Τερερές πράγματι δεν είχε καλήν φήμην.

Κατά την εποχήν εκείνην, ο πρώτος υιός της, εικοσαετής ήδη, ο Σταθαρός, είχε ξενητευθή εις την Αμερικήν, αφού δε έστειλεν έν ή δύο γράμματα, εσιώπησε, και έκτοτε δεν είχε δώσει σημείον ζωής. Μετά τρία έτη ο δεύτερος υιός της, ο Γιαλής, είχε μεγαλώσει κι' αυτός, κ' εμβαρκαρίσθη.

Ήδη, Μάρκε, ήδη απέρχομαι προς Αυτόν, αλλά σε αγαπώ και θα σε αγαπώ πάντοτε. Εσιώπησε διά να εισπνεύση ολίγον αέρα, έπειτα έλαβε την χείρα του Βινικίου και την ύψωσε μέχρι των χειλέων της. Ο Βινίκιος κατέστη κύριος εαυτού, έπνιξε τον πόνον του και ωμίλησε με φωνήν, την οποίαν προσεπάθει να καταστήση ατάραχον, θέλων να την παρηγορήση: — Όχι, αγαπητή μου, δεν θα αποθάνης.

Αφού και εξεθύμανε με αυτόν τον τρόπον το παράπονόν του εσιώπησε διά να ακούση εκείνο που η γυναίκα του ήθελε του αποκριθή. Και έμεινεν εκστατικός οπόταν ήκουσε, που αντί να του αποκριθή εις τα όσα ωμίλησε, αυτή να του ειπή· ω εσύ, που ο Ταχέρ σε εδιάλεξε διά να ξανανεώσης την αντάμωσίν μας, όποιος και αν είσαι, φανέρωσέ μου τις είσαι· μου φαίνεται από την ομιλίαν ότι μου είσαι γνωστός.

Η Ακτή εσιώπησε. Η Λίγεια παρετήρει πάντοτε το πλήθος, ως να εζήτει τινά. Αίφνης το πρόσωπόν της έλαβε την χροιάν ρόδου· από την σειράν των κιόνων μόλις είχον εξέλθη ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος και εβάδιζον με θείον παράστημα προς το μέγα δειπνητήριον. Η Λίγεια ησθάνθη την καρδίαν της ανακουφιζομένην. Η επιθυμία να ίδη τον Βινίκιον, να του ομιλήση, κατεσίγασε πάντα άλλον πόθον της.

Ρίχνουν πέτραις κάθε βράδυ. — Κάθε βράδυ; Αλλά τα παιδιά μου πηγαίνουν με τον πατέρα των. Μήπως ευρίσκονται εδώ; — Όταν έρχωνται, τέλος. Η χωρική εσιώπησε. — Σε παρακαλώ, κυρά, επανέλαβεν η νέα, μάλωσέ τα, να μη μου πειράζουν τα φυτά μου. Τι κακόν τους κάμνουν τα καϋμένα τα φυτά μου; Εγώ τα περιποιούμαι, τα ποτίζω, κοπιάζω τόσον δι' αυτά.

Αργότερα, ειμπορώ να τους κάμω φίλους. — Το έχεις σκοπόν; είπε μετά θαυμασμού ο Θευδάς. — Βέβαια, αν τύχη. Ο Θευδάς εσιώπησε. Παρήλθαν στιγμαί τινες, και ο Τρέκλας ηναγκάσθη να τω είπη· — Ε, δεν πας τώρα; — Πού; — Εις τον κύριόν σου. — Να κάμω τι; — Να του πης ότι τον ζητούν. — Εγώ; — Ποίος άλλος; — Δεν πάγω, είπεν ο Θευδάς μεταμεληθείς. — Είσαι ψεύτης λοιπόν, τω είπεν ο Τρέκλας.

Δεν θέλει να νυμφευθη ή ν' αρραβωνισθή η νεωτέρα προ της μεγαλειτέρας. — Κακή δουλειά, φίλε μου! Φοβούμαι ότι θα έχης να περιμένης πολύ. Δύσκολα θα τον εύρη η μεγάλη. Αλλ' όμως όλα γίνονται, ώστε μη απελπίζεσαι. Ο Διάκος εσιώπησε πλήρης προφανούς μελαγχολίας. — Και όμως, επανέλαβε μετ' ολίγον, είναι θησαυρός η νέα, και ας είναι άσχημη! Δεν υπάρχει επί γης ψυχή αγαθωτέρα!

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν