United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ είμαι πολλά ευχαριστημένος, μου είπε τότε ο αρχηγός των Αράβων, που έμαθα το ποίος είσαι· είναι πολύς καιρός που ημείς μισούμεν θανατηφόρως τον πατέρα σου, αυτός έκαμε να κρεμάσουν πολλούς από τους συντρόφους μας, που του έπεσαν εις τα χέρια· διά τούτο και εσύ με τον ίδιον τρόπον θέλεις τιμωρηθή.

Ω! Η φρικτή μορφή σου εις μιαν γυναίκα φαίνεται ακόμη φρικτοτέρα! ΓΟΝΕΡ. Ανόητε! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Κρύψου καλά! Μη προδοθής τι είσαι· Μη λάβης σχήμα τέρατος! — Αν ήθελα ν' αφήσω αυτά τα χέρια την φωνήν του αίματος ν' ακούσουν, θα 'ξέσχιζαν την σάρκα σου από τα κόκκαλά σου! Αλλ' έχεις σχήμα γυναικός. Αυτό σε προστατεύει, κι' ας είσαι δαίμονας! ΓΟΝΕΡ. Να δα! Τι άνδρας οπού είσαι! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Τι νέα;

Ποτέ μη λέγης τι είσαι· δεν θα σε πιστεύση κανείς, ουδ' εάν κατηγορήσης σεαυτόν. Ο κόσμος τείνει εις το να έχη συνήθως περί σου πολύ διάφορον ιδέαν της ιδικής σου.

Και λέγω ακόμη ότι ο Σωκράτης ομοιάζει ιδιαιτέρως με τον σάτυρον Μαρσύαν . Και ότι μεν ως προς την μορφήν είσαι όμοιος με αυτούς, ω Σώκρατες, αυτό βέβαια ούτε συ ο ίδιος ήθελες αμφισβητήσει ότι δε και κατά τα άλλα ομοιάζεις, άκουε τα παρακάτω. Χλευαστής είσαι· ή θα ειπής όχι; διότι αν δεν συμφωνής, θα φέρω μάρτυρας.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Ω ξέν', όλα τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότετην Τρωάδα 125 με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας. αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα σαν όλα ωραία· τώρ' έχω λύπη· τι πολλά μώδωσε πάθ' η μοίρα· ότι όσ' υπάρχουν δυνατοίτα νησιά γύρω, οι πρώτοι 130 του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, κ' εκείνοι οπούτην ηλιακήν Ιθάκη κατοικούσι, εμέ την άθελη ζητούν και όλο το σπίτι φθείρουν όθεντους ξένους προσοχήν ή 'ς τους ικέταις πλέον δεν δίδ', ούτετους κήρυκαις, τους λειτουργούς του δήμου, 135 αλλά μου τήκει την καρδιάν ο πόθος του Οδυσσέα. κείνοι τον γάμον βιάζουσι κ' εγώ τους πλέκω δόλους· και πρώτα μ' έμπνευσε θεός, πανί μέγ' αφού στήσωτο δώμα μου, λεπτότατο και απέραντο να υφαίνω ύφασμα· κ' ευθύς έπειταεκείνους είπα· «Ω νέοι 140 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτ' ως ν' αποκάμω το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 145 των Αχαιίδων μην καμμιάτον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πα κ' εκατάπεισα την ανδρικήν ψυχή τους· και το πανί τότ' ύφαινα, το απέραντο, ολημέρα, και νύκτα το ξεΰφαινατην λάμψι των λαμπάδων. 150 όθεν από τους Αχαιούς εκρύφθηκα με απάτη τρεις χρόνους· αλλ' ότ' έφεραν τον τέταρτον η ώραις, ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, η δούλαις, σκύλαις άσπλαχναις, με πρόδωσαν, κ' εκείνοι μ' ευρήκαν και μ' ονειδισμούς πικρούς μ' εφοβερίσαν. 155 ιδού πώς το τελείωσα βιασμένη απ' την ανάγκη. τώρα του γάμου αποφυγή δεν είν' ούτ' άλλο ευρίσκω τέχνασμα· και να υπανδρευθώ με σπρώχνουν οι γονείς μου· και το παιδί μου αγανακτεί 'που τρώγουν το βιο του· έχ' ήδη γνώσι, ανδρώθηκε, κ' είν' άξιος να προσέχη 160 το σπίτι, ως πρέπ' εις άνθρωπον πώχει λαμπρύνει ο Δίας. και όμωςεμέ το γένος σου θα ειπής, οπόθεν είσαι· το δρυ τ' αρχαιομίλητο δεν σ' έβγαλ' ούτ' η πέτρα».

ΑΜΛΕΤΟΣ Μην αργής να το ειπής, καιτην εκδίκησιν μου θα ορμήσω με πτερά γοργότατα όσον είναι της θείας προσευχής ή της θερμής αγάπης. ΠΝΕΥΜΑ Πρόθυμος είσαι· και, αν αυτό δεν σε κινούσε, θα 'σουν οκνότερος του χόρτου οπούτης Λήθης την ακροποταμιά σαπαίνει αναπαυμένα.

Αφού και εξεθύμανε με αυτόν τον τρόπον το παράπονόν του εσιώπησε διά να ακούση εκείνο που η γυναίκα του ήθελε του αποκριθή. Και έμεινεν εκστατικός οπόταν ήκουσε, που αντί να του αποκριθή εις τα όσα ωμίλησε, αυτή να του ειπή· ω εσύ, που ο Ταχέρ σε εδιάλεξε διά να ξανανεώσης την αντάμωσίν μας, όποιος και αν είσαι, φανέρωσέ μου τις είσαι· μου φαίνεται από την ομιλίαν ότι μου είσαι γνωστός.

Σιώπα ω ουτιδανέ, αυτή με αντίκοψε με μίαν άκραν οργήν, βλέπω την αχαριστίαν σου· δεν θέλω ακούσει πλέον τα δικαιολογήματά σου· ύπαγε, εσύ είσαι ανάξιος των ευεργεσιών μου, και ήθελεν είσται εντροπή μου να παρακινήσω πλέον έναν αχάριστον καθώς εσύ είσαι· εγώ χωρίς πλέον να σου ειπώ άλλο, σε απαρατώ εις την αχαριστίαν σου.

Ίστατο ήδη άναυδος και τρέμων προ της κλίνης της κυρά Βαγγέλης, ήτις τον εθεώρει μεν διά βλέμματος απλανούς, αλλά δεν τον έβλεπε. — Εγώ είμαι, θείτσα μου, Ο Γεώργης. Δεν είσαι καλλίτερα; . . . Καλλίτερα είσαι· δεν βήχεις διόλου. Και κατεφίλει δακρύων την κρεμαμένην έξω της κλίνης λιπόσαρκον χείρα της. Αληθώς η γραία δεν έβηχε πλέον, διότι . . . εψυχορράγει.

Εκείνος αν επάλαιψε, επάλαιψε με τους ανθρώπους· αμ' εσύ που τάβαλες με τους διαβόλους; Το ξέρω εγώ· ερχόντουσαν τη νύχτα στο κελί σου σαν πεντάμορφες παρθένες κ' εσύ τις έδιωχνες κ' εκοιμόσουν ολόγυμνος στα χιόνια για ν' αποφύγης τον πειρασμό. Δεν λέγω, νοικοκύρης είσαι· μα τόση περιφρόνησι, θαρρώ, δεν σου άξιζε.