Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Τότε κ' η κόρη του Διός έβαλ' εκεί κοντά του δυο δράκοντες για φύλακα, κ' ύστερα στης παρθένες της Αγλαυρίδες το 'δωκε για φύλαξι και πάλι• γιατί το έχουν έθιμο στου Ερεχθέως τη γενιά, σε κούνιες με χρυσόφιδα πλεγμένες τα παιδιά τους να τρέφουν πάντα• και γι αυτό είχε περάσ' η κόρη εις του παιδιού της το λαιμό ένα στολίδι τέτοιο, — μα για να δώση θάνατο.
Και όλος ο λαός καθημερινώς με φωνές αγαλλιάσεως εύχονταν την Χαλιμάν που αυτή με την φρόνησιν της εστάθη αρκετή να ελευθερώση από τον θάνατον τόσες ευγενικές και ανεύθυνες παρθένες. Και αφού έπαυσαν οι χαρές, έζησαν ο βασιλεύς Αϊδήν με την βασίλισσαν Χαλιμάν με μιαν παντοτεινή αγάπη και ομόνοια θαυμάσια όλον τον καιρόν, που εις ετούτην την πρόσκαιρον και φθαρτήν ζωήν έζησαν.
Θενά δης μαρμαροτράχηλες παρθένες να κατεβαίνουνε στο Ναό της Αγάπης, και να καταθέτουν πολύτιμα στην Αφροδίτη ταξίματα, αγγελοκάμωτα παλικάρια στεφανωμένα νακολουθούν την ιερή συνοδία με λαχτάρα και περηφάνεια.
Ο ποταμός αυτός ήτανε ο Αχέρων, το μακρυνό περιγιάλι ήτανε ο απάνω κόσμος, κ' οι παρθένες, που ένας βουβός θρήνος φαινότανε ν' ανεβαίνη από το θλιβερό τους αγκάλιασμα, ήτανε οι ψυχές που δε γνωρίσανε τη χαρά της αγάπης στη ζωή τους. Χιλιάδες ήτανε οι θλιμένες ψυχές απάνω απ' τα μαύρα νερά του ποταμού..... Αυτή ήτανε μία στάμπα.
Μα δεν τολμούσανε να δοκιμάσουν και το τρίτο γιατρικό, να πλαγιάσουν αφού γδυθούν, επειδή ήτανε πολύ αδιάντροπο όχι μονάχα για παρθένες παρά και για νιους γιδάρηδες. Πάλε λοιπόν είχαν αγρύπνιες και θυμόντανε όσα είχανε γίνει και παραπονιόντανε για όσα είχαν αφίσει: — Και φιληθήκαμε, μα κανένα διάφορο· αγκαλιαστήκαμε, και τίποτα περισσότερο απ' αυτό.
Έλα μαζύ μου! πράματα θέλω να ειπώ σε σένα, μόνο σε σένα, μυστικά να σου τα ειπώ στ' αυτί σου, και στης σιγής τη σκοτεινιά να μείνουν σκεπασμένα. Έχε το νου σου, μάννα μου, μήπως και συ το πάθης σαν της παρθένες που έσφαλαν και κρυφοπαντρευθήκαν• μη ρίξης στο θεό και συ του σφάλματος το βάρος, για ν' αποφύγης τη ντροπή της γέννας της δικής μου, και ειπής πως μ' έχεις με θεό, χωρίς θεός να είνε.
ΙΩΝ Τι είνε; πράματα πολλά υφαίνουνε η παρθένες, ΚΡΕΟΥΣΑ Είν' άβολο, και φαίνεται του αργαλιού η σαγίτα. ΙΩΝ Μ' αυτά δεν με γελάς εσύ• απάνω του τι έχει; ΚΡΕΟΥΣΑ Μέσ' στο στημόνι του πανιού Γοργόνα είν' υφασμένη. Ώ Ζευ! ποιά μοίρα μου λοιπόν με κυνηγάει τόσο! ΚΡΕΟΥΣΑ Και έχει φείδια γύρωθε στο σχήμα της αιγίδος. ΚΡΕΟΥΣΑ Ώ! το πανί που ύφανα σαν ήμουνα παρθένα!
ΚΡΕΟΥΣΑ Στα χέρια της τον πήρε τα παρθένα χωρίς να τον γεννήση αυτή. ΙΩΝ Τον είχε παραδώση κατά που ιστορήθηκε, σε μιαν εικόνα απάνου; ΚΡΕΟΥΣΑ Τον έδωκε στου Κέκροπος της κόρες, δίχως όμως εκείνες να τον βλέπουνε. ΙΩΝ Άκουσα που η παρθένες άνοιξαν το κιβώτιο της Αθηνάς κρυφά. ΚΡΕΟΥΣΑ Γι' αυτό χαθήκανε κι' αυτές και με τα αίματά τους τους βράχους χρωματίσανε. ΙΩΝ Έτσι το λεν, αλήθεια.
Άμοιρες, άθλιες παρθένες, που στο τραπέζι εκάθιζαν μαζί μου πάντα κι όποια τροφήν έγγιζα εγώ πιάναν κι εκείνες, σ’ αυτές προστάτης να γενής, παρακαλώ σε, κι άφησε στην αγκάλη μου θερμά να σφίξω, μαζί μ’ αυτές τα δεινά μου, δεινά να κλάψω.
Οι ναύτες έσκυφταν αμέσως το κεφάλι κ' εσκορπούσαν κατακόκκινοι από ντροπή, σαν παρθένες άβγαλτες, με λυπητερό χαμόγελο στα χείλη και μ' ένα δάκρυ, ψιλό — ψιλό και αόρατο στην τριανταφυλλένια βρύση των ματιών τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν