United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μία τριανταφυλλένια οθόνη είχεν απλωθή ήδη προς το ανατολικόν μέρος του στερεώματος, του οποίου τα σκότη ήρχισαν να υποχωρώσι προς την δύσιν, ήτις μόνη εζοφούτο ακόμη, συγκεχυμένη με τα βουνά. Ελεύκαζεν ήδη προς ανατολάς ο μικρός του Αγίου Γεωργίου ναΐσκος, όπου και η άμπελος, με μίαν τέφραν νεφέλην αυτή σκεπασμένη ακόμη.

Κι η βροχή τους συνεπήρε, και τους σκέπασε σε λίγο απ' τα μάτια μου τους δυστυχισμένους αυτούς β ι ο π α λ α ι σ τ ά ς των βουνών που δεν τους πολεμά η Ζωή μονάχα, αλλά κι αυτή η Φύση. Ο ήλιος που βασιλεύει τόσο όμορφα τις χινοπωρινές βραδιές, κρύβουνταν στα βουνά με μια απέραντη τριανταφυλλένια αναλαμπή.

Έτσι κίνησε για της Λυκιάς τα μέρη, κι' η χάρη των αθανάτων θεών τον οδηγούσε. Και πια σαν ήρθε στη Λυκιά π' αφροδροσίζει ο Ξάνθος, καλόκαρδα τον δέχτηκε του τόπου ο βασιλέας· μέρες εννιά τον φίλεβε και βόδια εννιά του σφάζει. Και τότες, με τη δέκατη τριανταφυλλένια αβγούλα, 175 τόνε ξετάζει και ζητάει να δει σαν τι σημάδια πέρα απ' την Κόρθο τούφερνε κι' απ' το γαμπρό του Προίτο.

Ο λόφος της Καστέλλας ακόμα φεγγοβολούσε κατακίτρινος σα θειάφι. Μα τα σπίτια της Καλλιθέας κι ο ελαιώνας, πιο πίσω, και στο βάθος πέρα το κόκκινο βουνό του Δαφνιού, το θαμνωμένο σαν από δασειά ορμή εφηβική, παίρνανε τώρα μια γλύκα τριανταφυλλένια. Η θάλασσα του Φαλήρου και της Αίγινας ήτονε βαθιά μαβιά, σα νάχε μεστώσει ο πόθος της.

Και λέει η Πεντάμορφη: «Όποιος μπορεί να με φιλήση, χωρίς να ξυπνήση τα λουλούδια ολόγυρά μου και χωρίς να διώξη τις πεταλούδες από τα μαλλιά μου, αυτός είναι δικός μου». Την ώρα που γεμίζουν τα νερά της λίμνης από ροδόφυλλα, η Πεντάμορφη κατεβαίνει απ' το παλάτι της. Κατεβαίνει από το παλάτι της και λούζεται μέσα στα τριανταφυλλένια νερά.

Το προβατάκι τ' ασπρόμαλλο με τη μεγάλη κουδούνα στο λαιμό, θα χάση πάλι το δρόμο του, και θα βελάζη παραπονεμένα. Θα σε δη, θα σ' αναγνωρίση και θαρθή να γλύψη με την τριανταφυλλένια γλώσσα του το μοβ φορεματάκι σου, και συ θα το φιλήσης. Και τα καστανά μαλλάκια σου θα σμίξουν με τα χιονάτα κι ολόσγουρα δικά του.

Οι ναύτες έσκυφταν αμέσως το κεφάλι κ' εσκορπούσαν κατακόκκινοι από ντροπή, σαν παρθένες άβγαλτες, με λυπητερό χαμόγελο στα χείλη και μ' ένα δάκρυ, ψιλόψιλό και αόρατο στην τριανταφυλλένια βρύση των ματιών τους.

Έτσι όμορφες, έλεγες, πως είταν καμωμένες γι αρχοντικά κουπέ, για βασιλικά άτια, να τις διαβαίνη απαλά ξαπλωμένη σε μεταξωτά προσκέφαλα, βουτηγμένη σε ηλιοτροπίου ανάλαφρη μυρουδιά, κομψή Αθηναία, μέσα στην τριανταφυλλένια δύση.

Οι στρατοκόποι, τα κάρα, τ' αμάξια, οι καβαλλάρηδες που τους μπόγαδαν τόση ώρα τόρα οι σφαίρες τη στράτα, πήραν το δρόμο τους, σε λίγο η τριανταφυλλένια αναλαμπή του ήλιου που χάθηκε στη δύση του, έσβυνε κι αυτή, κι η ερημιά κι η σιγαλιά χύθηκε πέρα για πέρα στις ραχούλες. Οι τρεις ευζώνοι με τον λοχία απόμειναν να φυλάξουνε τη σκηνή και μπαγάγια της.