United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ο ίδιος με περφάνια 295 σαν Άρης θνητορημαχτής ροβόλαε με τους πρώτους, κι' έπεσε μέσα στο σωρό σα δρόλαπας στηθάτος που μενεξέθωρο γιαλό χτυπάει και τρικυμίζει, 298 κι' όρθια κυλούν τα κύματα, κι' απ' την ορμή τ' ανέμου 307 μεσούρανα πηδά ο αφρός και γίνεται κομάτια· έτσι κι' αφτός τους Αχαιούς χτυπούσε λυσσασμένα.

Ο Δίας τότε με θυμό αστράφτει και βροντάει, Που ο Ουρανός εσείστηκε, η γη βαθιά αντηχάει· Μες τα στρατέματα η φωτιά οχ τα Ουράνια πέφτει, Αλλ' η ορμή των Ποντικών τελείως δεν ξεπέφτει. 590 Κυττάζει ο Δίας φοβερός την τόση αποκοτιά τους, Και στους Μπακάκους έστειλε βοηθούς από κοντά τους.

Ευθύς ζωντανά τα κύματα άρχισαν να δέρνωνται στα ριζιμιά σπηλάδια. — Τις βάρκες, μωρέ παιδιά! φωνάζουν δυνατά. Ώστε να το ειπούν, οι βάρκες βρίσκονται καρφωμένες στα δόντια του βράχου και ροκανίζονται αργά και άσφαλτα με τον αφρό και την ορμή του κυμάτου. Απελπισμένοι πηδάνε στ' ορθολίθι ν' αγναντέψουν τις φρεγάδες.

Υπερφυής έλλαμψις απεκάλυψεν εν τω άμα εις αυτόν και την ιδίαν αυτού αμαρτωλόν αναξιότητα, και τις ήτο Εκείνος όστις ίστατο μετ' αυτού εις το πλοίον. Ήτο η πρώτη ορμή του φόβου, ήτις έμελλε να μεταβληθή εις ορμήν λατρείας, και αγάπης.

Το ποτάμι μ' ορμή κατεβάζει, Αφρισμένο τα όρια πηδάει· Τα νερά του αμπομένα σε πλήθος Θαλασσόνουν των κάμπων την όψη. Ω, τι θιάμα! απορόντας φωνάζουν τα Ψαράκια τι θιάμα μεγάλο! Σιάδια κι' όχτοι και σπίτια και δέντρα Σ' ένα πέλαγο κείτουνται όλα. Ήρθε, ήρθε ο καιρός ο δικός μας· Κατοικιά μας εγίνηκε ο κόσμος. Τι λες, Μάνα, ο φόβος να λείψη, Ή θελά βρης σαν πρώτα υποψίαις.

Πώς φαίνεσαι πως είσαι από γέννα πρόστυχη! Εμένα μ' αρέσουν πάντα οι ευγενικοί ανθρώποι, τα λιγωμένα λόγια και οι μαλακοί οι τρόποι. Ουφ! Σε σιχαίνομαι, Καίσαρ! Είσαι χυδαίος. Γύρισε λίγο. Δες τονε τι ωραίος είνε! Θαύμασε κυπαρισσωτό κορμί, όπου σαν την φωτιά σπιθοβολάει μέσα η ορμή. Αλήθεια, δεν πιστεύω να τολμήσης το χέρι σου απάνω του ν' αγγίσης· Γιατί, ορκίζομαι στην Ίσιδα, λόγο θα σου ζητήσω.

Ζωή είναι η κίνησις και εις αυτά όλα γίνεται κίνησις εν τη ψυχή εν κεκινημένη ορμή.

Τότε κατά την εισβολήν του εν τω δρυμώ απέμεινεν εκεί, διαγκυλωθέν υπό τινος ακανθωτού και σκληρού θάμνου, το όπισθεν μέρος του δισακκίου, εν ώ περιείχετο τα χρυσίον, όπερ αισθανθείς εν τη ορμή του συλληφθέν, ενόμισεν ότι αι Νεράιδες, συλλαβούσαι, είλκον αυτό εν βία προς τα όπισθεν.

Ραψωδία Ψ Χαρά γεμάτη ανέβηκε 'ς τ' ανώγια τότε η γραία, να είπη της βασίλισσας ότ' ήλθε ο ποθητός της· και αν κ' εις τα γόνατ' είχε ορμή, τα πόδια της τρεκλίζαν.

Ξύπνα μονάχα απ το αποκοίμισμά σου, μη σκύβης, λεημοσύνες μη ζητάς, τρίζε τα δόντια, αγρίεψε, ανταριάσου, σπάσε όποιο εμπρός σου εμπόδιο απαντάς. Ρίχνε ό τι κόβει την ορμή σου, χίμα σαν ακράτητη θάλασσα πλατειά· κάθε άλλο μεγαλείο μπροστά σου τρίμμα ας πέση απ τη γερή σου τη γροθιά.