Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Δι' ημάς είναι άγνωστον. — Εγώ λέγω ότι χάνομεν τον κόπον μας. — Οι καταδιωκόμενοι δεν ευρίσκονται εις τους μεγάλους δρόμους. Αι τελευταίαι λέξεις μόλις ηκούσθησαν. Η συνοδία παρήλθεν. Ο Βράγγης ουδεμίαν υπόνοιαν συνέλαβεν εκ του διαλόγου τούτου. Προέκυψεν όπισθεν του θάμνου, παρετήρησε μετά προσοχής, και ότε οι ιππείς απεμακρύνθησαν αρκούντως, εξηκολούθησε και ούτος τον δρόμον του.

Δεν σέρνω ρωλόγι απάνω μου, απήντησεν ο Τρέκλας. — Και δεν ενήργησε τι η ηγουμένη, όπως καταδιώξη την φυγάδα; ηρώτησεν αύθις ο Πλήθων. — Ήθελε να στείλη εμέ κατόπιν της, απήντησεν ο Τρέκλας, και εκίνησεν άμα τους δυο πόδας, ώστε παρήχθη εντύπωσις ως θάμνου σειομένου υπό του βορρά. — Εύγε, είπεν ο Γεμιστός, μη δυνηθείς να μη υπομειδιάση. — Εύγε, επανέλαβεν ο Θευδάς.

Συγχρόνως μ' εκυρίευσε και φόβος από την φιλοστοργίαν την οποίαν έτρεφα προς την πτωχήν αίγα μου. Το σχοινίον με το οποίον την είχα δέσει εις την ρίζαν του θάμνου ήτον πολύ κοντόν. Τάχα μην «εσχοινιάσθη», μην εμπερδεύθη και περιεπλάκη ο τράχηλός της, μην ήτον κίνδυνος να πνιγή το ταλαίπωρον ζώον; Δεν ηξεύρω αν η κόρη η λουομένη εις την θάλασσαν ήκουσε την φωνήν της γίδας μου.

Πρωίαν τινά θερινήν έν έτος μετά ταύτα είχον αναβή εις τον Προφήτην Ηλίαν να δροσισθώ υπό την σκιάν των δροσοκρατούντων πλατάνων και ασπασθώ την δεξιάν του Παπά-Ιερεμία, όστις εκεί είχε το απλούν και σεμνόν ερημητήριόν του, εκτισμένον εν μέσω των παχυσκίων δένδρων εγγύς δροσερού ύδατος, εκρέοντος από τινος μεγάλου βράχου, κεκαλυμμένου υπό πυκνού θάμνου, κισσού και αγρίων βάτων.

Όταν εγυρίσαμεν πίσω εγώ κρατών το κηρίον, ο Κωνσταντής κρατών τον Μπαλήν, τον οποίον και έδεσε προχείρως εις την ρίζαν θάμνου αντικρύ μας, ο Κωστής εξέχασε πού είχε βάλει το μαχαίρι καθώς το είχε βγάλει από το ζεμπίλι, διά να κόψη ψωμί, και ψωμί δεν έκοψε, αλλ' ετρέξαμεν αποτόμως προς ανεύρεσιν του Μπαλή.

Ησθάνετο την ανάγκην να έχη συντροφιάν την πνοήν της μητρός του,. . Ευτυχώς η μήτηρ του τού είχεν αφήσει και άλλην συντροφιάν, την φωτιάν την οποίαν είχε θρέψει με ξύλα πολλά και κουτσούρες επίτηδες, και αφού την περιώρισε μεταξύ πλακών και λίθων, μακράν παντός ξηρού χόρτου ή θάμνου χλωρού ή ρίζης δένδρου, είπεν ότι την αφίνει «για συντροφιά» και δεν την έσβυσε.

Αρέ, Νιούδα, είπεν αναθαρρήσασα η γραία, ποιος σούδωσε την άδεια; Και επανέλαβε με υψηλοτέραν φωνήν πάλιν το αυτό, ίνα δείξη ότι δεν εφοβήθη. — Να, θειά-Ζωίτσα, απήντησεν ο βοσκός, λίγη αγραμπελιά έκοψα για την καλή Χρονιά... Και έγεινεν άφαντος εις το βουνόν, σύρων τα πλέγμα του χλορού θάμνου της Πρωτομαγιάς, μίαν βαρείαν κουλούραν επί της κεφαλής του.

Η μετά πονηρίας διασωθείσα αυτή φήμη υπό της γραίας τοσούτον είχε γενικευθή, ώστε και αι θυγατέρες της την επίστευον, και ιδού μόλις έφθασαν προ του ευώδους εκείνου θάμνου, εσταμάτησαν, καλέσασαι την μητέρα.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν