United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενθυμηθήτε τον ταλαίπωρον Σουφλερύ, όσοι δεν ηκούσατε τον Λεπορέλλον ψάλλοντα το αμίμητον εκείνο Aspettare e non venire.

Η αμηχανία τον αύτη κατέτρυχεν ήδη από πολλών ημερών τον ταλαίπωρον Μιμίκον διά παντοειδών ακάρπων συλλογισμών, η δε ποιητική του εύρεσις, η τόσον γόνιμος ομοιοκαταληξιών, είχεν αποδειχθή στείρα και ενός μόνου ταλλήρου.

Εις την υπεράνθρωπον όμως είνε δυνατόν, επανέλαβεν η ξένη. — Δεν εννοώ, είπεν η Αϊμά. — Και σε λυπούμαι πολύ, κόρη μου. Η Αϊμά δεν απήντησεν. Ήτο έκπληκτος. — Έχεις εχθρούς, έχεις διώκτας. Το πεπρωμένον σε αδικεί. Τα πάντα συνώμοσαν εναντίον σου. Και όμως είσαι τόσον συμπαθής, και τόσον καλή! — Ειπέτε καθαρώτερα, κυρία, εψέλλισεν η Αϊμά. — Και εις τι ήμαρτες, ταλαίπωρον πλάσμα!

Προσήλθεν αγριωπός, — ήτο άνθρωπος εντελώς χυδαίος, εμπνέων αληθή τρόμον εις όλους μαςέβαλε τας φωνάς, κατέσχε το μαχαιρίδιον, το οποίον εταμίευσεν εις το θυλάκιόν του ως σώμα του εγκλήματος, και μη αρκεσθείς εις ύβρεις μόνον και επιτιμήσεις βαναύσους, ερράπισε τον δυστυχή Αλέξανδρον με τόσην κτηνωδίαν, ώστε το ταλαίπωρον παιδίον έφερεν αυτομάτως τας δύο του χείρας εις την καταπόρφυρον παρειάν του, και έβαλε πόνου κραυγήν, — την πρώτην που ήκουσεν η τάξις από το στόμα του.

Διότι τοιαύτα δολώματα παρουσιάζει η Ηδονή προς τους ανοήτους και φοβερίζουσα με τον κόπον, προσελκύει τους περισσοτέρους, μεταξύ δε αυτών έκαμε και τον ταλαίπωρον εκείνον ν' αποσκιρτήση από ημάς. Και προς τούτο εξέλεξε τον καιρόν κατά τον οποίον ήτο άρρωστος• διότι ουδέποτε αν ήτο υγιής θα επείθετο εις τους λόγους εκείνης.

Αλλ' ο πτωχόςτω ύδατιΙλισσός δεν έχει αναντιρρήτως κακούς σκοπούς, και ομοιάζει, νομίζω, αυτήν την φοράν με κράτος τι, κλασικόν επίσης, το οποίον εμπόδιζαν άλλα μεγαλείτερα κράτη να πολεμήση, ενώ εκείνο το ταλαίπωρον ουδέ καν εσυλλογίζετο τοιαύτα κινδυνώδη εγχειρήματα.

Αλλά τώρα, καταμετρών την φοβεράν αλήθειαν, αισθάνομαι εις την ψυχήν μου έλεος βαθύ διά την ταλαίπωρον κόρην, κόρην αδελφού μου, μέλλουσαν να θυσιασθή χάριν μιας τοιαύτης συζύγου μου. Και ποία σύγκρισις δύναται να υπάρξη μεταξύ της Ελένης και της θυγατρός σου; Όχι, ας διαλυθή και ας απέλθη έξ Αυλίδος ο στρατός όθεν ήλθε. Συ δε, αδελφέ, παύσε δακρύων και προκαλών και εις εμέ ομοίως δάκρυα.

Αποτυχούσης της αποπείρας διαφθοράς, ηναγκάσθη ο άρπαξ να καταφύγη εις την χρήσιν σχοινιού, διά του οποίου παρέσυρε το ταλαίπωρον ζώον, οτέ μεν θορυβωδώς διαμαρτυρόμενον, οτέ δε κινδυνεύον διά της αντιστάσεως αυτού να πνιγή, Καθ' οδόν έτυχε να συναντήση νοσοκόμον, εις τον οποίον διηγήθη ότι αγοράσας παρά του κυρίου του τον σκΰλον, είχε δικαίωμα να τον συμπαραλάβη και άκοντα εις τα Χρούσα.

Τι να είπω τώρα προς την μητέρα της, πώς να την δεχθώ ; Με ποίον βλέμμα θα την ατενίσω, αυτήν, ήτις απρόσκλητος ελθούσα εδώ συνεπλήρωσε την δυστυχίαν μου; Και όμως τι το φυσικώτερον να συνοδεύση η μήτηρ την κόρην της ερχομένην εις την χαράν του γάμου της και να παραδώση φαιδρά και ευτυχής το προσφιλές της τέκνον εις εμέ τον πατέρα του, τον κακούργον πατέρα ; Και τι θα είπω προς την κόρην μου, την ταλαίπωρον παρθένον ; Παρθένον είπα ; Αλλά μόλις έλθη εδώ θα την αρπάσει εις τας αγκάλας του ως σύζυγον ο Αδης.

Και τόσον αι λυσσώδεις επιθέσεις των εστενοχώρησαν το ταλαίπωρον ζώον, ώστε, αναγκασθέν έξαφνα να ζητήση σωτηρίαν μεταξύ των κνημών του κυρίου του, παρ' ολίγον να τον ανατρέψη.