United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ίσως περιπατούν έξω εις τον δρόμον και περιμένουν να σβύση το φως από την σάλα, και ύστερα να μβούνε. Άιντε, παιδί μου, για να μην ανησυχή περισσότερο η χανούμισσα, έλα να σε δείξω πού θενά πλαγιάσης. Μετά τινας ματαίας παρηγορίας προς την ταλαίπωρον Οθωμανίδα η μήτηρ μου προηγήθη, μικρόν ελαιόλυχνον κρατούσα, και εγώ την ηκολούθησα.

Κ' η Ευρύκλεια της απάντησεν, η αγαπητή βυζάστρα• «Γλυκειά μου νύμφη, μάχαιραν έπαρε να με σφάξης, ή άφες μετο σπίτι σου• το πράγμα δεν σου κρύβω. τα εγνώριζ' όλα, κ' έδωκααυτόν ό,τι ζητούσε, 745 τον άρτο, το γλυκό κρασί• και εις μέγαν μ' έβαλ' όρκο, να μη σου ειπώ εγώ τίποτε πριν φέξ' η δωδεκάτη, ή μόνη επιθυμήσης τον και μάθης ότι εβγήκε, όπως μη φθείρης κλαίοντας την εύμορφην ειδή σου. αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης, 750 πάρε ταις υπηρέτριαις σου, 'ς τ' ανώγι αναίβα κ' εύχου της Αθηνάς, της θυγατρός του αιγιδοφόρου Δία, 'που αυτόν και από τον θάνατο τότε ημπορεί να σώση. και γέροντα ταλαίπωρον συ μη ταλαιπωρήσης• ουδ' οι αθάνατοι, θαρρώ, παντάπασι το γένος 755 τ' Αρκεισιάδη εμίσησαν, και κάποιος θ' απομείνη, να 'χη τα υψηλά δώματα και τους παχείς αγρούς του».

Και ο αγών εκείνος, ω καλαί νεάνιδες, εις μεν τους Έλληνας έφερε κλέος, εις εμέ δε τον θάνατον, θυσιαζομένην ήδη εις την Άρτεμιν χάριν της προς την Τροίαν εκστρατείας. Και τώρα, μητέρα μου, μητέρα μου αγαπητή, ο γεννήσας με πατήρ φεύγει και με αφίνει έρημον. Ω την ταλαίπωρον, πόσον πικρά δι' εμέ υπήρξεν αυτή η απαισία Ελένη ! με φονεύουν, μητέρα μου, με σφάζει αδίκως άδικος πατήρ.

Εννοείς πολύ καλά, ότι τα δάκρυα αυτά δεν είνε δι' εμέ, αλλά διά σε περισσότερον και διά το ταλαίπωρον αυτό πλάσμα, το οποίον κοιμάται εκεί μέσα, και του οποίου δεν ηξεύρω ποία θα ήνε η τύχη, αν εξακολουθής αυτόν τον δρόμον.

Εξελθούσα του Απόλλωνος ηξεύρεις τι έκαμα; μετέβην ευθύς απέναντι εις το Άντρον των Νυμφών, όπου ψάλλει σήμερον και μουσουργεί θίασος γερμανών και γερμανίδων, ή κυριολεκτικώτερον βοημών και βοημίδων. Quantum mutatum ab illo το ταλαίπωρον αυτό Άντρον! Ούτε άνθη πλέον, ούτε σκιαί, ούτε υδάτων ψίθυρος, ούτε παράσχειον μονοπάτι!

Την αυγήν ένας χωρικός επέρασε και είδε το παπί παγωμένον εκεί και το ελυπήθη. Επάτησε λοιπόν επάνω εις το κρυσταλλωμένον νερόν, έσπασε τον πάγον με το υπόδημά του και επήρε το παπί εις την καλύβην του, να το δώση της γυναικός του. Εκεί εις την ζέστην εζωντάνευσε το ταλαίπωρον.