United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πα, και ο σκληρόψυχος ποσώς δεν απαντούσε• αλλ' ετινάχθη και άπλωσε τα χέριατους συντρόφους, άρπαξε δυο κ' έκρουσ' αυτούςτην γην ωσάν σκυλάκια, κ' ερρέαν χάμου τα μυαλά κ' ενότιζαν το χώμα. 290 και αφού τους εκομμάτιασεν ετοίμαζε τον δείπνο. κ' έτρωγε• ως λειόντας ορεινός, χωρίς τα ουδέν ν' αφήση, εντόσθια, σάρκαις, κόκκαλα, κ' ερούφα τα μελούδια• κ' εμείςτον Δία κλαίοντας σηκόναμε τα χέρια, βλέποντας έργ' απάνθρωπα, και ο νους μας απορούσε. 295 και αφού γέμισ' ο Κύκλωπας την τρίσβαθη κοιλία, ανθρώπου κρέας τρώγοντας, πίνοντας γάλ' ακράτο, κείτονταν 'ς τ' άντρο τεντωτόςτην μέση των προβάτων. κ' είπε η γενναία μου ψυχή το ακονητό σπαθί μου να ξεγυμνώσω επάνω του, 'ς το στήθος να το εμπήξω 300 εκεί, 'που το διάφραγμα σκεπάζει το συκώτι. αλλ' ήλθεν άλλος στοχασμός και μου άλλαξε την γνώμη• ότι κ' εμείς θα ευρίσκαμε τον θάνατο μαζή του, ότι δεν θάμαστε αρκετοί απ' την υψηλή θύρα τον βράχο να κινήσουμε βαρύν, οπού 'χε βάλει. 305 και αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα• και ως φάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, πάλιν εκείνος έκαμνε στιά και ταις καλαίς άρμεγε προβατίναις με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της. και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα εργα του είχε κάμει, 310 άρπαξε πάλι δυο μαζή κ' ετοίμασε το γεύμα. χορτάτος έπειτ' έβγαλε τα πρόβατ' από τ' άντρο, αφού τον βράχον εύκολα εσήκωσε απ' την θύρα και τον ξανάβαλ' έπειτα, ως σκέπασμα εις φαρέτρα. και ωδήγα με σουριγματιαίς τα πρόβατα εις τα όρη 315 ο Κύκλωπας• κ' εγώ 'μένα και ολέθριαις είχα γνώμαις, να εκδικηθώ, κ' η Αθηνά την δόξα να μου δώση• και ιδού ποια συμφερώτερη τότε μου εφάνη γνώμη•την μάνδρα μέγα ρόπαλο του Κύκλωπα ήταν χάμου, χλωρόν, ελάινο, και είχε το κόψει να το φοράη 320 όταν φρυγή• και ως το είδαμε κατάρτι μας εφάνη αρμόδιο για εικοσίκουπο καράβι πισσωμένο, απ' τα πλατειά φορτωτικά, 'που σχίζουν τα πελάγη•το μάκρος τόσο εφαίνονταν και τόσον εις το πλάτος. το επήρα και όσο μιαν ορυιάν έκοψα εγώ του ξύλου, 325 και των συντρόφων το 'δωσα και να το ξύσουν είπα. κείνοι καλά το εγλύστρωσαν• και σουβλερότην άκρη το 'καμα εγώ και με σπουδή το επύρονα εις την φλόγα• τ' απόθωσ' έπειτ' εύμορφα και το 'κρυψατην κόπρο, 'που ήταν χυμένη αμέτρητη μες τ' άντρο απ' άκρ' εις άκρη. 330 κ' είπα λαχνόν οι σύντροφοι να ρίξουν, ποιος θα τύχη μ' εμέ να υψώση τον λοστό, μ' ανδρειά να τον εμπήξη, άμα γλυκαποκοιμηθή, 'ς του Κύκλωπα το μάτι. κ' έλαχαν κείνοι, 'που 'θελα, ως να 'σαν διαλεκτοί μου, τέσσαρες, κ' εμετρήθηκα πέμπτος εγώ μ' εκείνους. 335 κ' ήλθε με τα καλόμαλλα πρόβατ' αυτός το βράδι• τα σαρκωμένα πρόβατα έμπασε μέσα 'ς τ' άντρο όλα, καιτον αυλόγυρο δεν άφησε κανένα• ή μόνος κάτι ενόησεν ή πρόσταγμ' ήταν θείο. κ' εσήκωσ' ευθύς κ' έβαλε τον βράχον εις την θύρα. 340 και άρμεγε αυτός καθήμενος τα πρόβατα, ταις γίδαις, με τάξιν, κ' έβαζ' έπειτα της καθεμιάς τ' αρνί της. και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει, άρπαξε πάλι δυο μαζή κ' ετοίμασε τον δείπνο. και τότ' εγώ τον Κύκλωπα πλησίασα και του 'πα, 345 μ' ένα καυκίτα χέρια μου, μαύρο κρασί γεμάτο• «Κύκλωπα, λάβε, πιε κρασί, 'π' ανθρώπινο έχεις φάγει κρέας, να ιδήςτο πλοίο μου πιοτό 'που 'χα κρυμμένο• κ' εγώ σου το 'φερα σπονδήν, ίσως εμ' ελεήσης, και εις την πατρίδα στείλης με• ά! συ φρικτά μανίζεις. 350 άσπλαχνε, πώς άλλος θα 'λθή να σε σιμώση πλέον, απ' όπου υπάρχουν άνθρωποι, τόσ' άνομ' αφού πράζεις

Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• «Ω γέροντ', αξιόλογη παραβολή μας είπες, και ο λόγος σου είναι τακτικός και ωφέλεια θα σου φέρη• ότι θα λάβης φόρεμα και ό,τι άλλο δίκαιον είναι 510 να λάβη, οπού προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης, τώρα• πλην άμα φέξ' η αυγή τα ράκη σου θα βάλης, ότι αλλαξιαίς δεν έχουμε χιτώνων και χλαμύδων εδώ πολλαίς, αλλ' ο καθείς δεν έχ' ή μόνον μία. αλλ' όταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα, 515 θέλει σ' ενδύση τότε αυτός χλαμύδα και χιτώνα, και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση».