United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συνέφερε τότες ο Θεοδόσιος, και σταλήθεια μετάνοιωσε. Κι αφού έμεινε μερικόν καιρό τραβηγμένος και βασανισμένος από τη συνείδησή του, πρόβαλε μια μέρα στη Μητρόπολη να λειτουργηθή. Παρουσιάζεται τότες ο Αμπρόσιος στης εκκλησιάς το νάρθηκα, και του λέει να μη σιμώση και μολύνη το Ναό του Θεού με την παρουσία του, και πως τέτοιο αμάρτημα χρειάζεται καιρό και καιρό μετανοιωσύνη και προσευκή.

Μα εκείνο δεν αποκρίθηκε καθόλου, μόνε, αφού στάθηκε κοντά μου, γλυκογελούσε πολύ και μου πετούσε σμέρτα και δεν ξέρω πώς με γήτευε ώστε να μη θυμόνω πια. Παρακαλούσα να σιμώση χωρίς να φοβάται πια τίποτε κι ορκιζόμουνα στα σμέρτα, πως θα το αφίσω, αφού του χαρίσω μήλα και ρόιδια, κι ότι θα του δώσω την άδεια να τρυγάη τα δέντρα και να κόβη τα λουλούδια, αν μου δώση ένα φιλί.

«Κι όταν μονάχο τον ιδής γνέψε του να σιμώση, και πες του πως τονε καλώ και φέρε τον στο σπίτι». Έτσ' είπαμε' κ' επήγε αυτή και μούφερε το Δέλφι, κ' εγώ μόλις τον ένοιωσα κ' εγώ μόλις τον είδα να διασκελίζη ανάλαφρα της πόρτας το κατώφλι,

Και πρώτα εις το ταξείδι σου θα φθάσηςταις Σειρήναις, 'π' όλους μαγεύουν τους θνητούς, όσοι κοντά τους έλθουν. 40 όποιος σιμώση απ' αγνωσιά και ακούση των Σειρήνων τον ήχο, δεν θα τον ιδούν τα τρυφερά παιδιά του ολόχαρα, και η σύντροφος, να φθάσ' εις την πατρίδα. αλλά η Σειρήναις με γλυκύ τραγούδι τον μαγεύουν, 'ς την λιβάδια καθήμεναις' κ' είναι σωρός τριγύρω 45 κόκκαλ' ανδρών 'που σέπονται, και όλο το δέρμα ρέει. προσπέρασε ταις, και τ' αυτιά συ φράξε των συντρόφων με γλυκομάλακτο κερί, μήπως κανείς των άλλων ακούση• και αν εσύ ποθείς ν' ακούσης, ας σε δέσουν ολόρθον χεροπόδαρατου καταρτιού την ρίζα, 50 και των σχοινιών ταις κορυφαίς ας σφίξουντον κορμό του, ηδονικά το λάλημα ν' ακούσης των Σειρήνων. και αν να σε λύσουν τους ζητείς θερμά και τους προστάζεις, πάντοτ' εκείνοι με δεσμά πλειότερ' ας σε σφίγγουν. αλλ' όταν το καράβι σου κείναις οπίσω αφήση, 55το εξής εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς από τους δύο ποιος μέλλει να 'ναι ο δρόμος σου• και ατός του ο νους σου ας κρίνη. θέλει σου δείξω τώρα εγώ το 'να και τ' άλλο μέρος.

Οι καταστροφές της ξεσπούν ανάποδα, και σ' ανθρώπους που δεν έπρεπε. Τρόμος αλλόκοτος φτερουγίζει γύρω στις κωμωδίες της κ' οι τραγωδίες της φαίνεται πως καταλήγουνε σε φάρσα. Λαβώνεται πάντα όποιος τη σιμώση. Τα πράγματα βαστούν ή παραπολύ ή λιγώτερο απ' όσο φτάνει. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Κακομοίρα ζωή! Κακομοίρα ζωή του ανθρώπου!

Είπα, κ' ευθύς μου απάντησεν ο μάντης Τειρεσίας• 145 «εύκολος θα 'ναι ο λόγος μου και βάλε τοντον νου σου• όποιον αφήσης των νεκρώντο αίμα να σιμώση, κείνος αλήθειαις θα σου ειπή• και εις όποιον το εμποδίσης, εκείνον πάραυτα θα ιδής να φύγη απ' έμπροσθέν σου».

Γιατί με ποιους, βλαστάρια μου, θα σχετισθήτε, σε ποια καλά θενά σας πάρουν χαροκόπια, χωρίς να φεύγετ’ απ’ αυτά κλαμένες πάντα δίχως καμμιά ποτέ χαρά; Η ώρα του γάμου όταν σιμώση, κόρες μου, για σας, ποιος θα ’ναι που θα δεχθή τέτοιες ντροπές ωσάν εκείνες που στους δικούς μου τους γονείς και τους δικούς του θα ’ναι ατιμία; Ποιος αυτός που το παιδί του, θ’ αφήση τέτοιονε πικρόν να κάμη γάμον; Και ποιο κακό σας έλειψεν ωιμέ; Σκοτώνει τον πατέρα του ο πατέρας σας και τη μητέρα σαστικιά του την κάνει αλλοί! και σας γεννάει, παιδιά μαζί κι αδέλφια του δυστυχισμένος.

Σα να τρεμουλιάζουν ταστέρια στην όψη μου. Σα να μουχλιάζη ταγέρι τριγύρω μου. Σβύνουν τα καντήλια και σωπαίνουν οι τρουξαλλίδες. Από το κορμί μου σκορπιέται φαρμακωμένη κρυάδα που τάφος δεν τηνέ γνώρισε. Πώς να με δη, να με σιμώση, και να μη ξαφνιστή ταθώο το πλάσμα, που του είχα και γω μια αγάπη, κι ας είταν αγάπη που ρημάζει καρδιές!

Θες να του παίξης; μούπε ο Βασίλης και μούδιδε το τουφέκι. Α δεν τόνε πιάση ο σκύλος, θα μας τόνε σιμώση και τότε του παίζεις. Ετοιμάστηκα, αλλ' όταν ο λαγός πέρασε κοντά μου, λησμόνησα την ετοιμασία μου. Κιαν ερχότανε κατά πάνω μου, φοβούμαι πως θα έβαζα στα πόδια. Αλλ' ο σκύλος κατάφερε να τον πιάση.