Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Στον ύπνο μου την είδα την ξανθή κοπέλλα και δε μούφερε τ' άγριο τριφύλλι, μόνο κυττώντας την κόκκινη κορδέλα μου σήκωσε την ποδιά στα μάτια της και σφούγγιξε τα δάκρυα πούτρεχαν νερό. Όταν αντικρύσης τον Κύριον ημών, αδερφέ μου, κράτα ορθή στο δεξί σου χέρι τη λαμπάδα.

Έτσι μάλιστα θάχα κοντά μου και το Βασίλη για να μου δίδη οδηγίες· γιατί όσο κι αν με μέθυσε η πρώτη επιτυχία, καταλάβαινα πως αυτή η δουλειά είχε και τέχνη, που δεν την ήξερα. Εγώ ούτε να γεμίσω το τουφέκι δεν τα κατάφερνα. Η επόμενη μέρα μούφερε μια μεγάλη απογοήτευση. Θάρριξα δέκα πέντε τουφεκιές, χωρίς να χτυπήσω τίποτε, ενώ ο Βασίλης σκότωσε τρεις πέρδικες.

Σχεδόν κάθε μέρα έγραφα ένα κατά τη ψυχική μου διάθεση. Και τα φύλαγα με τη σκέψη να τα διαβάσω τον Βαγγελιού όλα μαζή, όταν το καλοκαίρι θα πήγαινα στο χωριό. Μετά καιρό είδα και πάλι τον αγωγιάτη στην πόλη. Αλλ' αυτή τη φορά δεν μαστειεύθηκε για το Βαγγελιό. Μούφερε δυσάρεστα νέα. — Η Βαγγελιά, η καϋμένη, δε μπορεί. — Είντα 'χει; ρώτησα μ' ανησυχία, που δε φρόντισα να κρύψω.

Το κύμα έσπαζε στα πόδια τους κ' η Παυλίνα, κυττάζοντας το κύμα, έλεγε παραπονετικά μέσα της: — Αλλοίμονο! κανένα κύμα δε μούφερε το μεγάλο διαμάντι....

«Κι όταν μονάχο τον ιδής γνέψε του να σιμώση, και πες του πως τονε καλώ και φέρε τον στο σπίτι». Έτσ' είπαμε' κ' επήγε αυτή και μούφερε το Δέλφι, κ' εγώ μόλις τον ένοιωσα κ' εγώ μόλις τον είδα να διασκελίζη ανάλαφρα της πόρτας το κατώφλι,

Ναι γιατρέ. Αν σου πω πως δεν την αγαπώ αυτή τη γυναίκα ακόμα, θα με κολάση ο Θεός. ΜΙΣΤΡΑΣΠάρτηνε, μάτια μου, λοιπόν να μη σε κολάση. ΦΛΕΡΗΣΜην αστειεύεσαι γιατρέ. Δεν πρόκειται γι' αυτό. Τώρα όλα τέλειωσαν μεταξύ μας. Το σχέδιο της ζωής μου το ξέρεις. Η Μοίρα μούφερε μπροστά μου τη Βέρα. Εχθές το βράδυ ξαναδέσαμε τη παλιά μας γνωριμία. Μία ιδανικώτερη αγάπη με κυβερνάει τώρα.

Άλλοι είπανε πως έπεσε στη θάλασσα, άλλοι πως πήρε τα βουνά, άλλοι πως πήγε στο Άγιον Όρος να καλογερέψη. Το πιστεύω. Δεν έμενε άλλος τόπος γι' αυτόν... Ήλθε το βαπόρι και μπαρκάρησα. Μέσα στη βάρκα ένα παιδάκι μούφερε ένα γράμμα κ' έφυγε. Τώβαλα στην τσέπη μου χωρίς να προσέξω. Σαν ξεκίνησε το βαπόρι, θυμήθηκα το γράμμα κ' έβγαλα να το διαβάσω. Ήτανε του Κυρ-Νικολάκη.

ΜΥΡΤ. Εκείνο που ήξερες ήτο πολύ λεπτότερον και δεν είχε σμαράγδους. Αυτός μούφερε και αυτά τα σκουλαρίκια και ένα τάπητα, μου έδωκε δε και δύο μνας προ καιρού και μας επλήρωσε το νοίκι, όχι σάνδαλα από τα Πάταρα και τυρί από το Γύθιο και πράσιν' άλογα.

Έμεινα και τη βδομάδα της Λαμπρής στο χωριό· αλλ' όλες αυτές τες μέρες μια φορά μόνο ήρθε στο σπίτι μας το Βαγγελιό και μια φορά πήγα στο δικό των. Όταν ήρθε, μούφερε αυγά κόκκινα και κουλούρια. Αλλά πάλι δε με φίλησε. Άπλωσε μόνο το χέρι της και μου θώπευσε τα μαλλιά κιαφού δεν έκαμε την αρχή, κεγώ δεν είχα το θάρρος.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν