United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κεγώ που πίστευα πως ο ίδιος ο δαίμονας μιλούσε, αισθανόμουν στο σώμα μου ανατριχίλλες. Αυτός ο διάλογος φαίνεται πως είχε πολλάκις επαναληφθή κιο δαίμονας αντί νάβγη, κορόιδευε. Ήτο από τα πειο πονηρά πνεύματα, ως έλεγαν οι παπάδες. Κιαφού με το καλό δεν υπάκουε, πολεμούσαν να τον αναγκάσουν με το ξύλο. Έδερναν τον κακομοίρη τον τρελλό, κεπίστευαν πως έδερναν το διάβολο.

Πόσες φορές πρέπει να σου το πω; — Εγώ 'πρεπε να σου το πω, γιατί 'νε βαρά σκόλη, και 'ξά σου. — Καλά, καλά, είπεν ο Σιφογιάννης κιαφού έκαμε το σταυρό του, ανέβηκε στο γαϊδούρι και τον φώναξε «σεγια να ξεκινήση. Η γυναίκα του έμεινε κάμποσα λεπτά στην πόρτα και τον έβλεπε ν' απομακρύνεται. Στο αναμεταξύ μουρμούρισε: — Μα σαν πάει μόνο για να δη, γιάειντα τον επήρε τον κλαδεύτηρο;

Να πάη στον Αγά και να πέση στα πόδια του; Ούτε θα τον άφηναν να μπη στο κονάκι του. Αλλά και πάλι η μπιστόλα θα του μιλούσε. Να βάλη άλλον να μεσιτέψη; Ποιόν; Αλλά κιαφού μπροστά στο Μόχογλου δέχτηκε ο ίδιος να γίνη Τούρκος, μαρτύρησε πίστη στο Μουχαμέτη. Και τώρα αν έμενε χριστιανός, ήτο ως να γύριζε από την τουρκική στη χριστιανική θρησκεία.

Δε σούπανε να μη μου μιλής; Αντί ναπαντήσω στην ερώτησή της, τη ρώτησα κεγώ: — Μα εμαλώσετε, λέει, με τη μάνα μου; — Ποιος σου τώπε; — Ο κιρατζής ο Δρακογιώργης, ο γείτονάς σας. — Εγώ, γυιέ μου, δεν εμάλωσα με κιανένα, είπε με πίκρα το Βαγγελιό. Εμένα με μαλώσανε, γιατί, λέει, σε βγάνω απού το νου σου. Κιαφού σώπασε λίγο: — Μα μπορεί, είπε, νάχουνε και δίκιο. Ίσως η γιαγάπη μου να σου κάνη κακό.

Ο Γιάννης με κύταζε και χαμογελούσε πειραχτικά, σα να μου φάνηκε· κεγώ άρχισα να κλαίω από πείσμα αδυναμίας. Το Βαγγελιό αφήκε σε λίγο το χορό, ήρθε και κάθησε κοντά μου κιαφού με πήρε στα γόνατά της, μούπε. — Γιάειντα κλαις, Γιωργιό μου; Δεν το κατές πως εσέν' αγαπώ; — Και το Γιάννη δεν τον αγαπάς; είπα μαναφιλητό.

Έμεινα και τη βδομάδα της Λαμπρής στο χωριό· αλλ' όλες αυτές τες μέρες μια φορά μόνο ήρθε στο σπίτι μας το Βαγγελιό και μια φορά πήγα στο δικό των. Όταν ήρθε, μούφερε αυγά κόκκινα και κουλούρια. Αλλά πάλι δε με φίλησε. Άπλωσε μόνο το χέρι της και μου θώπευσε τα μαλλιά κιαφού δεν έκαμε την αρχή, κεγώ δεν είχα το θάρρος.

Κιαφού μπήκε κέσπρωξε την πόρτα, είπε: — Φέρε και κρασί. Ο αγάς μου παράγγειλε να πιούμε και στην υγειά του. — Καλό μουζντέ μάςε φέρνεις, ευλοημένε; είπε η γυναίκα. Δόξα σοι ο Θεός! — Δοξασμένο νάνε τόνομά του! είπε κιο Σιφογιάννης κέκαμε το σταυρό του. — Ο Θεός αλήθεια έκαμε και τον εβρήκα στα καλά του, είπεν ο παπάς.

Παράγγειλε να μού κάμουν και κάμποσες κρυφές λειτουργιές να μαζέψουν συνάμα διάφορα χόρτα, να πάρουν νερό από μια βρύση ανατολική, να τα βράσουν κιαφού αφήσουν μια νύχτα όξω το αφέψημα «ναστρονομιστή» να μου το δώσουν το πρωί να το πιώ νηστικός. Η μητέρα μου φαινότανε ότι και κάτι ακόμη είχε να πη στο μοιράρη, αλλά δεν ήθελε να τακούσω εγώ.

Τον κάλεσαν να δη την κόρη του Δεσποινιού, κιαφού την εξέτασε, είπε στους δικούς της ότι η αρρώστεια της ήτον απελπιστική κιότι λίγον καιρό είχε να ζήση. Αυτά είχε μάθει η αδερφή μου· αλλ' η μητέρα μου, που τάχα τώρα λυπότανε για την άμοιρη κοπελιά· μούπε πειο ορισμένα πράμματα. Το Βαγγελιό είχε χτικιό, αρρώστεια που δε γλυτόνει άθρωπος.