United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τώρα καθόμουνα μόνος εδώ και κάθε μου νεύρο έτρεμε σ' ένα ψυχικό συγκλόνισμα, τόσο σύνθετο και τόσο φοβερό, που μόλις μπορώ να το περιγράψω. Μολαταύτα έλπιζα πως θα ζήση το παιδί μου, το πίστευα μάλιστα. Ταυτόχρονα όμως είχα το συναίστημα πως έπρεπε να γράψω τώρα, τώρα ή ποτέ, Ήξερα σχεδόν κάθε λέξη, που έπρεπε να γραφή στα φύλλα, που είχα μπρος μου λευκά κι άγραφα.

Στον πυρετό τέτοιων σκέψεων επήρα μια μεγάλη απόφαση. Να σώσω εγώ την άρρωστη. Με την πίστη πούχα τότε τίποτε δε μου φαινόταν αδύνατο. Από τα ιερά βιβλία γνώριζα και πίστευα ότι όχι μόνον οι άρρωστοι όλων των λογιών μπορούσαν να θεραπευθούν, αλλά κοι νεκροί να γυρίσουν στη ζωή. Και γιαυτά τα θαύματα ήτον αρκετή μόνον η πίστη.

Τώρα το έχω φτάσει εκείνο που πιθυμούσε το παιδί, μα η τρικυμία μ' έχει φέρει μακρήτερα από ό,τι ήθελα. Τώρα ήθελα ή να ησυχάζανε τα στοιχεία ή κάποιος δυνατότερός μου να μ' έβγαζε από τον κίντυνο, που δεν πίστευα ποτέ πως θα τονέ φοβόμουνα. Μα ταυτόχρονα γνωρίζω πως αυτό δε θα γίνη ποτέ.

Στην σκιά της εκκλησίας όμως ο Έφις άκουγε άλλες παρέες από χωριάτες να μιλούν για την Αμερική και τους μετανάστες. «Η Αμερική; Όποιος δεν την δοκίμασε δεν ξέρει τι πράγμα είναι. Την βλέπεις από μακριά και νομίζεις ότι είναι αρνί για κούρεμα. Πας κοντά και σε δαγκώνει σαν σκύλος.» «Ναι, αδέρφια μου, εγώ πήγα με το δισάκι μου μισογεμάτο και πίστευα ότι θα το έφερνα πίσω γεμάτο. Το ξανάφερα άδειο

Και το βράδυ πως να κρατηθώ να μην πάω να πω του Βαγγελιού ότι θα πήγαινα στην Καλυβιανή να την παρακαλέσω γιαυτήν κιότι πίστευα να γίνη το θαύμα; Πρέπει να επαναλάβω ότι ο φόβος της αρρώστειας δε μπορούσε να με κυριεύση. Δεν πίστευα ως πραγματικό αυτόν τον κίντυνο, γιατί και δεν τον ένιωθα· πολλάκις κιολότελα το λησμονούσα.

— Ό,τι είπα το πίστευα, ξακολούθησε με ζωηρότητα. Νόμιζα πως ήθελες να με βιάσης σε κάτι. Κ' έπειτα σε λυπόμουνα τόσο πολύ. Υπόφερες τόσο πολύ, περσότερο από μένα. Πρέπει να ξέρης όμως πως είμουνα τόσο άρρωστη, πολύ άρρωστη, ώστε δεν μπορούσα να συλλογιστώ άλλο τίποτε από τον εαυτό μου. Ω, είναι σα να ξαναξύπνησα πάλι! Έπιασε το κεφάλι της μ' ένα κίνημα που έδειχνε κάπως ανησυχία, κάπως ευτυχία.

Κανένας απ' όλους μ' όσους μίλησα όταν αιστανόμουνα τον εαυτό μου τόσο έρημο και δυστυχισμένο και πίστευα πως θα συντριφτούν όλα μέσα μου. Εκεί που λέει αυτά ανατριχιάζει και βάζει τα χέρι της στο μέτωπο. — Τώρα πέρασαν αυτά, λέει. Κι όλα είναι τόσο ήσυχα και καθαρά. Μα τώρα πρέπει να μάθης και κάτι άλλο ακόμα.

Μου ήρθαν όμως εκείνον τον καιρό τόσο άσχημες και μωρές ιδέες. Η φωνή της έγινε όπως ενός παιδιού, που έκαμε κάτι κακό, και μ' έκαμε να γελάσω όταν την άκουσα. — Όχι, μη γελάς, ξακολούθησε. Γιατί είναι αλήθεια πως πίστευα πως δε με νοιώθεις και το είπα μάλιστα. Μπορείς να με συχωρέσης; Μιλούσε τόσο σοβαρά, που με συγκίνησε.

Έφαγα σ' ενός το σπίτι που πάντα, μόλις τα πιάσει, χαλνά τα πράγματα που μαρέσουν, ξεσκεπάζει σκεπασμένα κάλλη, και τα λόγια του με κρυώνουν. Μ' έκαμε και συλλογίστηκα πρώτα έναν που μ' άρεσε, και τώρα τον καταφρονούν όλοι, κι αυτός. Ύστερα, με τα ανόητα χτυπήματά του, γκρέμισε έναν που πίστευα πως τα λόγια του ήταν αληθινά.

Εκείνο που πίστευα δεν είταν κάτι σταθερό. Ζητούσα μόνο να βρω το πιο ψηλό και συχνά, ακόμα και στην πρώτη νιότη μου, η φτώχεια εκείνου, που τονομάζουνε με την κακή λέξη «υλισμό», με ξάφνισε με την ξερή του ψυχρότητα.