United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού λοιπόν έπεισε μερικούς να πάνε μαζί του, και τους είπε πως σε λίγες μέρες έρχεται κι από τη Ρώμη βοήθεια, και τέλος τους έκαμε και κατάλαβαν πως εδώ είναι ζωή ή θάνατος, τους μοίρασε σε μικρές παρέες, τους έκρυψε σε σύδεντρα ξοχικά κατατόπια, κι από κει ξεχύμιζαν και κόβανε Γότθους. Τέλος και στην Αθήνα μέσα ώρμησαν, τους ξάφνισαν απάνω στα ξεφαντώματά τους και τους ανεμοσκόρπισαν.

Και πάντα σύμφωνοι. — Έτσι που λες, — Έτσι βέβαια. Αμ' πώς; Είχε νυχτώσει. Οι παρέες σιγά-σιγά αδειάσανε το μαγαζί. Πηγαίνανε και «παρακάτω», να δοκιμάσουνε κι' άλλα κρασιά. «Οι νέοι μουδιάζουνε γλήγορα στον ίδιον τόπο. Θέλουνε κούνημα... Ο γέρος, άμα καθήση, κάθησε», έλεγε ο Καπετάν Βαγγέλης. «Ως που να καθήση, και να μη σηκωθή», επρόσθετε ο Μπαρμπα-Δημητρός. — Έτσι δεν είνε; Πώς;

Περνούσε από τις γειτονιές ο Λαζαράκης να κατεβή στο παζάρι και τα παιδιά τρέχανε από πίσω του και φωνάζανε: «Ο καμπούρης, ο καμπούρηςΈμπαινε στα μαγαζιά ο Λαζαράκης να ρουφήξη κανένα κρασάκι, και οι παρέες του φωνάζανε: «Ε ! Λαζαράκη, βάρδα μη μας ρίξης τη λάμπα». Σήκωνε τα μάτια του να κυττάξη καμμιά όμορφη ο Λαζαράκης και τα κορίτσια μπήγανε τα γέλια: «Της την έκαψες την καρδιά, Λαζαράκη.

Όλο και κύτταζε κατά την πόρτα· μα ψυχή δε φαινότανε. Ήρθανε κάναδυο παρέες. Κάνανε να του πιάσουν κουβέντα: — Μπα! μονάχος, Μπαρμπα-Δημητρό! Τι την έκανες την παρέα σου; Τίποτε ο Μπαρμπα-Δημητρός. Ούτε γύρισε να τους κυττάξη. «Τι τις θέλεις τις κουβέντεςέλεγε μέσα του. «Ας τους να λένε». Μπήκε άλλος. — Καλημέρα, Μπαρμπα-Δημητρό. Ο Μπαρμπα-Δημητρός τίποτε.

Στην άκρη άκρη της πεδιάδας κατά τον γιαλό, κοντά στα καράβια, σε ξέχωρο μέσα χωράφι, μια από τις παρέες το γλέντιζε με τρόπο πιο ταιριαστό με το φυσικό της άγριας εκείνης φυλής.

Και καλά που βρέθηκαν οι Τούρκικες εκείνες οι διαφορές και τα φόρτωσαν όλα απάνω τους. Κ' έτσι έμεινε η Μιχάλαινα, και μερικές άλλες παντρεμένες και λεύτερες, άγνωρες κ' ήσυχες μέσα στο μεγάλο το σούσουρο που έπαιρνε κ' έδινε. Κάθισαν, κεράστηκαν, έβγαλαν τα καπνά τους, τα λέγανε, και περνούσε η ώρα. Οι άλλες οι παρέες πάλε, τα δικά τους κι αυτοί, τώρα όμως διαφορετικές ομιλίες.

Στην σκιά της εκκλησίας όμως ο Έφις άκουγε άλλες παρέες από χωριάτες να μιλούν για την Αμερική και τους μετανάστες. «Η Αμερική; Όποιος δεν την δοκίμασε δεν ξέρει τι πράγμα είναι. Την βλέπεις από μακριά και νομίζεις ότι είναι αρνί για κούρεμα. Πας κοντά και σε δαγκώνει σαν σκύλος.» «Ναι, αδέρφια μου, εγώ πήγα με το δισάκι μου μισογεμάτο και πίστευα ότι θα το έφερνα πίσω γεμάτο. Το ξανάφερα άδειο

Κ' έτσι το βράδυ βράδυ της μέρας εκείνης, που δεν τους έκαιγε πια το λιοπύρι, που ο μπάτης ψιλοφυσούσε, μοιρασμένοι σε παρέες οι στρατιώτες γλεντίζανε μέσα στην απλάδα με φαγοπότια και με παιχνίδια.

Εγέμιζε δεκάρες ο δίσκος, κι όλο και τους ξεντρόπιαζε ο Γιάνης, που πήγε κ' εστάθη απάνω στο σκαμνί·Δυο δεκάρες να πλερώνη καθένας να μπαίνη! Να βγάλουμε κ' εμείς το πετρέλαιο! Δυο δεκάρες μονάχα!.. Ήρθαν οι παρέες πρώτα κ' οι συντροφιές τω λεβέντηδων. Ήρθαν και λιμοκοντόροι καμπόσοι. Φρεσκοξυρισμένοι, πουδραρισμένοι.

ΒΙΒΙΑΝ. — Σε παρακαλώ μη με διακόπτης στη μέση της προτάσεως. — «Ή πέφτουνε σε αφρόντιστες συνήθειες ακριβολογίας ή αρχίζουν να συχνάζουνε στις παρέες γέρων και καλά πληροφορημένων ανθρώπων.