United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είταν ο Ιωάννης ο Καππαδόκης Έπαρχος του Πραιτωρίου, δουλειά του δηλαδή να βρίσκη πόρους. Και βρήκε πάμπολους, όχι μονάχα για τον Ιουστινιανό μα και για τα δικά του τα φαγοπότια και τις ακολασίες. Κατάντησε να τρέχουν οι Επαρχιώτες από τον τόπο τους στην Πρωτεύουσα, να γλυτώσουν από τα νύχια του. Αυτός όμως, κάθε τόσο κι απόνα φόρο σοφίζουνταν.

Αυτός ο άπιστος επιτηρητής, διά εκατόν χιλιάδες φλωριά, έταξε να κάμη να χαθή όλον σου το στράτευμα και εσένα ομού, και ο δόλος του εστάθη εις το να φαρμακώση όλα τα φαγητά και πιοτά, που εις ολίγον διάστημα είχετε να χαθήτε όλοι. Αυτή εστάθη η αιτία, που έκαμα και εχάλασαν όλα τα φαγοπότια, διά, να μη λάβη τέλος η βουλή του.

Μεταξύ των ρητόρων ο Γοργίας, τον οποίον τινές αποκαλούν σοφιστήν, έγινεν εκατόν οκτώ ετών απέθανε δε και ούτος στερηθείς εκουσίως τροφής. Λέγεται ότι ερωτηθείς πώς κατώρθωσε να φθάση εις τόσον γήρας και να διατηρή την υγείαν και όλας του τας αισθήσεις, απήντησε• διότι ουδέποτε παρεσύρθην εις τα φαγοπότια των άλλων.

Για αφτό δεν έχω νου για φαγοπότια τώρα, παρά για φόνους αίματα και στεναγμούς και φρίκηΤότες τ' απάντησε ο σοφός πολύτεχνος Δυσσέας 215 «Ω του Πηλέα αφέντη γιε, σπαθί μας πρώτο απ' όλους, με τ' όπλο εσύ είσαι ανότερος, πολύ καλύτερός μου, όμως νομίζω πως κι' εγώ σε ξεπερνάω πολύ ίσως στη γνώμη, τι είδα κόσμο πριν και πιο πολλά κατέχω.

Δεν άφινε μήτε μέγαρα, μήτε φαγοπότια, μήτε ιπποδρόμια, μήτε τις αρχόντισσες που γυρίζανε τους δρόμους μ' αρίθμητους δούλους κ' ευνούχους κατόπι τους· μα και τους φιλοσόφους τους έλουζε κατά πώς τους άξιζε, ιστορώντας ταγέρωχό τους στάσιμο, τις γενειάδες, και τάλλα στολίδια τους που τα γνωρίζουμε κι από τον Εθνικό το Χρυσόστομο, το Λουκιανό.

Ταύτα όμως δεν εξήγουν και πώς ηδύνατο ο πνευματικός να υποσχεθή εις κατάδικον πολλά έτη και φαγοπότια αντικρύ της λαιμητόμου. Την εύλογον ταύτην απορίαν μου ηυδόκησεν επί τέλους να λύση ο Χρυσοσπάθης διηγούμενος τα εξής: «Γνωρίζετε βέβαια ότι πριν γίνη μία η Ιταλία, η νήσος μας ήτο παράρτημα του βασιλείου της Νεαπόλεως και ότι εμίσουν οι Σικελοί τους Νεαπολίτας όσον οι Πολωνοί τους Μοσχοβίτας.

Κ' έτσι το βράδυ βράδυ της μέρας εκείνης, που δεν τους έκαιγε πια το λιοπύρι, που ο μπάτης ψιλοφυσούσε, μοιρασμένοι σε παρέες οι στρατιώτες γλεντίζανε μέσα στην απλάδα με φαγοπότια και με παιχνίδια.

Ως κ' η γριά, που πάντα στο κρεββάτι η καημένη, ως κι αυτή χτυπούσε τα κοκκαλιασμένα της παλάμια, κι αναγάλλιαζε δείχνοντας τόνα και μονάχο της δόντι. Πανηγύρι σωστό. Αντιλαλούσαν τα ξεφωνητά τους κάτω και κάτω στο δρόμο. Απάνω σε κείνη την ώρα να κι ο Δημήτρης, που ξεμύτισε από ταραχνιασμένο του σπίτι να δη τι μαντάτα η παγίδα. Κι αντίς παγίδα, τι βλέπει και τι ακούγει! Φαγοπότια και ξεφαντώματα!