United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω φωνάζουν όλα αντάμα Τα Ψαράκια, ω! τι θιάμα Σπίτια, δέντρα, όλα ένα Νάτα καταποντισμένα. Φόβου τόπος πλιο δε μένει· Πέλαγος η οικουμένη· Ήρθε ήρθε ο καιρός μας. Είναι ο κόσμος εδικός μας. Τι λες, Μάνα, είναι χρεία Να 'χομε άλλην υποψία ; Μάλιστα, παιδιά μου, τώρα, Να φοβάστε είναι ώρα, Το νερό αυτό διαβαίνει, Κι' η στεριά σαν πρώτα μένει Σταματάτε, αφηκραστήτε, Μην αντέστε, και χαθήτε.

Να χαθήτε, βρωμοχόρταρα! είπε τέλος μετ' αγανακτήσεως, πτύουσα την πυράν. Η μάγισσα ύψωσεν επί μικρόν την κεφαλήν, έκλινε προς τα οπίσω το σώμα, έτεινε τας χείρας διά ν' αποσείση απ' αυτής την κούρασιν και είτα εστύλωσε πάλιν εις την πυράν τους οφθαλμούς, ως βιβλιοδίφης επί παλαιού παπύρου. Ευθύς η μορφή της εφαιδρύνθη.

Βρε, παιδιά, είνε άδικο να χαθήτε και σεις μαζί μας, τους είπε· και το ξένο χώμα έχει ψωμί για τους δουλευτάδες· εδώ θα πεινάσετε... — Ας πεινάσουμε αφεντικό, μαθημένοι είμαστε· είπε ο Μπαλαούρος. Κάλλιο πεινασμένοι μαζί σου παρά με ξένους χορτάτοι. — Έπειτα ποιος ξέρει; επρόσθεσε ο Κουτρουμπής με αστραπές στα μάτια· του λόγου σου μπορεί να μας δώσης πάλι τα καλυβάκια μας. — Άμποτε...

Τόσον δε πλησίον του μοναστηρίου είχον φθάσει οι Τούρκοι κατά το απόγευμα, ώστε μεταξύ των εντοπίων Τούρκων και των γνωρίμων αυτών εκ των πολιορκουμένων συνήπτοντο διάλογοι: — Δεν προσκυνάτε, μωρέ; θα χαθήτε άδικα, κακομοίρηδες, εφώναζον οι Τούρκοι. — Μαζή θα χαθούμε, απήντων οι πολιορκούμενοι. Μπαρούτι έχομε να σας πολεμούμε ένα μήνα. — Απόψε θα μπούμε μέσα και τότε τα λέμε

Κι' εν τω άμα κινάν στο ταξίδι Βιαστικά με χαρά τους μεγάλη. Σταματάτε ανόητα τέκνα· Θα χαθήτε, φωνάζει η μάνα. Έχε υγιά, αποκρένουνται εκείνα, Άλλα λόγια εμείς δεν ακούμε. Και μ' αυτό προς τους κάμπους τρεχάτα Όσο δύνουνταν, έκοφταν δρόμο. Τα μωρά! δεν το βάνουν με νου τους· Τα νερά αρχινάν να τραβιούνται. Απομνήσκουν απάνω σε ξέρη, Καταντάν των διαβάτων κυνήγι·

Αυτός ο άπιστος επιτηρητής, διά εκατόν χιλιάδες φλωριά, έταξε να κάμη να χαθή όλον σου το στράτευμα και εσένα ομού, και ο δόλος του εστάθη εις το να φαρμακώση όλα τα φαγητά και πιοτά, που εις ολίγον διάστημα είχετε να χαθήτε όλοι. Αυτή εστάθη η αιτία, που έκαμα και εχάλασαν όλα τα φαγοπότια, διά, να μη λάβη τέλος η βουλή του.

« Πάτε και σεις, κ' η πίστι σας, » Μουρτάριδες, χαθήτε, » Διάκος εγώ γεννήθηκα, » Και Διάκος θα πεθάνω. » Δε θέλω τη θρησκεία σας, » Και τα φλωριά τα χάνω » Πέντ' έξ ημέραις τη ζωή, » Αν θέλετε, μ' αφήτε.» « Λυσσάζουν από το θυμό » Οι σκύλοι. Με περνούνε «'Σ ένα ελάτινο σουβλί, » Ολόρθονε με σταίνουν, » Φωτιά με ξύλ' ανάφτουνε, » Καιτη φωτιά με ψένουν «'Σάν το κριάρι.