Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Αλλ' εκτός ανάγκης καταπειγούσης, ας μη τον ανοίξη, διότι δεν θα ωφεληθήΈμεινε δε ο τάφος άθικτος μέχρις ου ανέβη εις τον θρόνον ο Δαρείος όστις ενόμισεν οδυνηρόν να αφίνη μίαν πύλην άχρηστον, ενώ μάλιστα υπήρχον εκεί χρήματα τα οποία τω εφώναζον να τα λάβη και να μη τα λάβη. Τωόντι δεν μετεχειρίζοντο πλέον την πύλην εκείνην διότι άνωθεν των διαβαινόντων έκειτο νεκρόν σώμα.

Αλλά προ ημισείας ώρας, εάν τις διήρχετο εις απόστασιν διακοσίων βημάτων έξωθεν του σχολείου θα ενόμιζεν ότι ήτο θηριοτροφείον ειδικόν διά θώας της ερήμου, και δι' άλλα ανήσυχα αγρίμια. Τα παιδία εχόρευον, επήδων, εσκίρτων, εφώναζον, διεπληκτίζοντο, εγέλων, έκλαιον. Ήτο θέρος και καύσων πνιγηρός.

Η πηγή δεν ήτο φόβος να στειρεύση, ο Μίρτος με καθησύχασεν ως προς τούτο· έτρεχεν αφθόνως και διαρκώς. Απέλαυα εκ των προτέρων την προσδοκωμένην τέρψιν της αναψυχής κάτω εκεί, παρά την πηγήν, υπό την σκιάν των δένδρων. Αίφνης εκ της ρίζης του απέναντι καταφύτου βουνού τρεις άνδρες εφάνησαν τρέχοντες προς ημάς διά της κοιλάδος. Εκίνουν τας χείρας και εφώναζον.

Ταύτα παραγγείλας ο Δαρείος εις τους υπολειπομένους και ανάψας πυρά, διευθύνθη ταχέως προς τον Ίστρον. Μείναντες δε μόνοι οι όνοι, τόσον μάλλον εφώναζον ένεκα τούτου, και οι Σκύθαι ακούοντες τας φωνάς αυτών πληρούσας, όλην την χώραν, ενόμιζον ότι οι Πέρσαι ήσαν εκεί ακόμη.

Οσάκις λοιπόν εμάνθανεν ότι πλοίον τι ενεφανίζετο εις τον λιμένα, έτρεχε πρώτη αυτή ν' αναμένη την έξοδον των ναυτών και του πλοιάρχου, καθημένη σιωπηλή και προς την θάλασσαν πάντοτε βλέπουσα επί τινος εγγύς της άμμου πέτρας. Διά τούτο δεν ημπόρεσε να σωθή από τα σκώμματα των ανθρώπων, τα δε παιδία οσάκις την έβλεπαν, εφώναζον: «Να η θεια Μυγδαλίτσα, το Καράβι».

Δε μας ερωτάς, Πηγιό, για το χτίρι πώς πάει; της εφώναζον οι κτίσται φαιδρώς. — Μάτια 'χω και θωρώ το, απεκρίνετο η Πηγή μειδιώσα. — Θωρείς το, μα θέλει τ' ο Θεός να δουλεύγωμε για μια ψυχή και να μη μάςε λέη μουδ' ένα καλημέρα;

Εφώναζον από τα οχυρώματά των· «Δεν υπάρχει πλέον ο Καραϊσκάκης· πρέπει να ενδυθήτε τα μαύρα». Οι Έλληνες εζήτησαν κατ' αρχάς να κρύψωσι τον θάνατον του Καραϊσκάκη και να δείξωσιν αδιαφορίαν εις τα λεγόμενα. Αλλ' η λύπη, η οποία εκυρίευε τας καρδίας των, δεν τους εσυγχώρει να υποκριθώσι προσήκοντος το οποίον ανελάμβανον προσωπείον.

Τόσον δε πλησίον του μοναστηρίου είχον φθάσει οι Τούρκοι κατά το απόγευμα, ώστε μεταξύ των εντοπίων Τούρκων και των γνωρίμων αυτών εκ των πολιορκουμένων συνήπτοντο διάλογοι: — Δεν προσκυνάτε, μωρέ; θα χαθήτε άδικα, κακομοίρηδες, εφώναζον οι Τούρκοι. — Μαζή θα χαθούμε, απήντων οι πολιορκούμενοι. Μπαρούτι έχομε να σας πολεμούμε ένα μήνα. — Απόψε θα μπούμε μέσα και τότε τα λέμε

Και τα γύναια τον εφοβούντο και έσειον τας λυτάς των κόμας και εφώναζον ευοί• οι δε κατάσκοποι ενόμιζον ότι τούτο ήτο το όνομά του. Αι γυναίκες είχον ήδη διαρπάσει τα ποίμνια και εσπάρασσον ζωντανά τα ζώα, διότι τρώγουν φαίνεται ωμά τα κρέατα.

Οι έτοιμοι προς απόπλουν νησιώται, και οι περιμένοντες επιβάτας, επήγαινον, ήρχοντο, ωμίλουν, εφώναζον, εχώριζον τα πράγματά των, τα εφόρτονον εντός των ολίγων λέμβων της Σκάλας· εν συνόλω η βοή και ο θόρυβος δεν μας επέτρεπον να συνομιλήσωμεν ησύχως μετά του Κ. Μελέτη, και αν έτι είχομεν πολλήν προς τούτο διάθεσιν. Αφού απεγεύθημεν, εξήλθομεν του καφενείου.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν