United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε απ' την Ίδα ο Δίας 75 μπουμπούνισε άγρια, κι' αστραπή σφεντόνισε αναμένη προς τον στρατό των Αχαιών· κι' εκείνοι σαν την είδαν, κέρωσαν όλοι, και χλωμή τους έκοψε τρομάρα.

Προς τι ν' αναμένη εν Αθήναις πλέον; Ασθενεστάτη ελπίς μία υπελείπετο ακόμη και αύτη διελύθη ως πομφόλυξ ύδατος, καθώς τόσαι άλλαι. Οι περιηγηταί εκείνοι επανήλθον, ο διερμηνεύς αυτών δεν ήτο ο σύζυγός της. Η μητέρα της της έστελνε θρήνους με τα γράμματά της, να επιστρέψη πλέον για το όνομα του Χριστού και της Παναγίας. Να κυττάξουν την φτώχιαν των, να κυττάξουν το νοικοκυριόν των.

Το δειλινό ειρήνεψε πιο πολύ η λεκάνη του κόλπου. Η καλοσύνη της θάλασσας δεν εύρισκε πια ήχους άλλους να φανερωθεί και καινούργια χρώματα να σχηματίσει την ευχαρίστησή της. Μια αναμένη λαμπάδα με φως που δεν καίει αλλά μόνο χαϊδεύει η αντανάκλαση του ήλιου, φώτιζε τον κόλπο. Κάποιο πανηγύρι πάνω ψηλά πρέπει να γινότανε. Κάτι μαλακό και χλιαρό καμινεύοταν μέσα στο Ρένα.

Και αυτοί δε οι χοροί της Αυλής, τους οποίους, χάρις εις την ευμενή των βασιλέων αγαθότητα, συνείθισεν ήδη ν' αναμένη τακτικώς ανά πάντα χειμώνα η καλή των Αθηνών κοινωνία, προϋπολογίζουσα την εξ αυτών διασκέδασαν ως ωρισμένον ευθυμίας εισόδημα, και αυτοί υπήρξαν εφέτος εκτάκτως ωραίοι και ζωηροί.

Ο θάνατος είναι το κοινόν άσυλον των υπό την σελήνην όντων, και άλλως τε δεν ηδύνατο κανείς να αναμένη από σε να πράξης άλλως.

Αυτό όμως το έχουν και οι μεθυσμένοι, δηλαδή γίνονται αισιόδοξοι, όταν όμως τα εύρουν άσχημα, τότε παίρνουν δρόμον. Του ανδρείου όμως ιδιότης είπαμεν ότι είναι να αναμένη όσα φαίνονται και είναι και πραγματικώς φοβερά εις κάθε άνθρωπον, διότι αυτά είναι καλόν, το δε να μη αναμένη είναι αίσχος.

Εκεί δε, καθηλώσας τα βλέμματά του επί του εδάφους, δεξιά, έβλεπεν, ως να προσεπάθει να εξιχνιάση τι κεκρυμμένον, ενώ όπισθέν του, κάτω, επί άμβωνος, ο χόντζας έψαλλε την ασιατικήν προσευχήν του. Εξεπλάγη ο Καπετάνιος, αλλά δεν εφοβήθη. Ο δε γλυκύς εκείνος γέρων χωρίς ν' αναμένη, αρχίζει ελληνιστί μετά πραείας της φωνής: — Εδιάβασες τα χαρτιά μαςπαιδί μου. Το κατάλαβα.

Οσάκις λοιπόν εμάνθανεν ότι πλοίον τι ενεφανίζετο εις τον λιμένα, έτρεχε πρώτη αυτή ν' αναμένη την έξοδον των ναυτών και του πλοιάρχου, καθημένη σιωπηλή και προς την θάλασσαν πάντοτε βλέπουσα επί τινος εγγύς της άμμου πέτρας. Διά τούτο δεν ημπόρεσε να σωθή από τα σκώμματα των ανθρώπων, τα δε παιδία οσάκις την έβλεπαν, εφώναζον: «Να η θεια Μυγδαλίτσα, το Καράβι».