United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κολυμπάει το βόιδι όσο μήτε άνθρωπος· μονάχα από τα θαλασσοπούλια μένει πίσω κι ακόμη κι από τα ψάρια. Μήτε θα πνιγότανε το βόιδι, όταν κολυμπάη, αν δεν έπεφταν από τα διχάλια του τα νύχια σαν πολυβραχούν. Το βεβαιόνουν αυτό ως τα τώρα πολλές μεριές της θάλασσας, που τις λένε βοϊδοπεράματα.

Το γιούσουρι, το αντρειωμένο γιούσουρι που βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου! Το γιούσουρι που ώρες ψηλώνει και θεριεύει ως το πρόσωπο της θάλασσας και ώρες χαμηλώνει και χοντραίνει και γίνεται κάστρο αγύριστο με τους ρόζους και τα κλαδιά, με τις ρίζες και τ' Αντιρίμματα! Κάτω στο νησί μας το έχουν μόλογο.

Είπε, και με τα φρύδια του τα μαύρ' ένευσ' ο Δίας· Και χύθηκαν τ' άφθαρτα μαλλιά απ' τ' άφθαρτο κεφάλι Του βασιλέως, κ' έσεισαν τον Όλυμπον τον μέγαν. Έτσι αυτοί βουλεύθηκαν, και χώρισαν· κ' η Θέτη Πήδησ' απ' τον λαμπρόλυμποντης θάλασσας τα βάθη Κι' ο Δίας εις το δώμα του. Κ' οι θεοί μαζί όλοι Απ' τα θρονιά σηκώθηκαν έμπροσθεν του πατρός τους.

Μόνον ο καπετάνιος ορθός εμπρός στην κάμαρή του, ετραβούσε την πίπα χωρίς κίνημα κανένα του προσώπου, λέγεις και ήταν από μάρμαρο. Απάνω στα μεσάνυχτα ήρθε το πρώτο φύλλο παγωμένο. Δεύτερο φύλλο κ' εξέσπασε φοβερός ο γρεγολεβάντες. Εκείνο που υποψιαζόμαστε όλοι χωρίς να το ξεστομίζομε έγινε· ο χειρότερος καιρός της Μαύρης Θάλασσας μας άρπαξε στα φτερά του.

Είναι η ανάγκη για σένα, που με σφίγκει και με πνίγει, έτσι να.,, Και όμως ζω σα σε όνειρο. Τα τριγύρω οράματα του ουρανού, της θάλασσας και της γης αλάζουνε κάθε μέρα. Μόνο το καράβι μας μένει το ίδιο, και δεν μπορεί κανείς να μου βγάλει την ιδέαν ότι αποτελεί το κέντρο του κόσμου.

Όλο το διάστημα βρισκόμουνα σε φοβερή ένταση και το θάρρος μου άρχισε να πέφτη όταν περάσαμε την Γκαίτεμποργ και είδα τον αφρό της θάλασσας να σπάζη σταγαπημένα μου περιγιάλια.

Πολλαίς φοραίς οι παλαιοί, οι παππούδες μας, είδανε με τα μάτια τους που ένα πράμμα, που το ερρούφηξε το μάτι της λίμνης, έξαφνα βρισκότανε στη θάλασσα, μέσα βαθειά, ανάμεσα στα δυο νησιά πέρα. Είδατε τα δυο νησιά που είν' εκεί αντίκρυ, ως τρία μίλια ανοιχτά στο πέλαγο; . . . Εκεί ανάμεσα είνε ο αφαλός της θάλασσας.

Ένα δειλινό, που ο χειμωνιάτικος ήλιος έκαιγε σα να ήτανε καλοκαίρι κ' οι αύρες της θάλασσας σκορπούσανε ανοιξιάτικες μυρωδιές, η Παυλίνα με τον καινούργιο της αγαπητικό γυρίζανε, σαν πάντα, φορτωμένοι κυκλάμινα κι' αγριοβιολέττες, απ' το μακρυνό τους περίπατο.

Η ακρογιαλιά άπλονε στενή κατάμακρη λωρίδα, άσπρη από τον κουρνιαχτό, και τα μαγαζάκια και τα καφενεδάκια της γέμιζαν από κόσμο που δροσίζουνταν στην καλοσύνη της βραδιάς. Τα μπαλκονάκια αραδωτά είταν γεμάτα από τ' ανοιχτόχρωμα φορέματα κι από τ' άσπρα μαντήλια των λιγερών. Στην άκρη της θάλασσας σωριάζουνταν στη γραμμή αμέτρητα κρασοβάρελα που τα περίχυνε και τάπλυνε το κύμα.

Κι' αυτοί μεν εταξίδευσαντον νερουλόν τον δρόμον, Τους δε λαούς να αγνισθούν επρόσταξ' ο Ατρείδης· Κι' αγνίζουνταν, και έρριχναντην θάλασσαν ταις λέραις· Καιτον Απόλλων' έκαμναν θυσίαν εκατόμβαις Τέλειαις ταύρων και γιδιών, σιμάτο περιγιάλι Της θάλασσας της άπατης· κι' αναίβαινεν η λίπατον ουρανόν με τον καπνόν στριφοκουλουριασμένη.