United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κυρ Σπυράκη, ανέκραξεν ο Παντελής χωρίς να εγερθή. Βλέπω τον καπνόν. — Δεν είναι ακόμη ώρα να φανή το ατμόπλοιον! — Το βοηθεί ο άνεμος, επρόσθεσεν ο Παντελής. Ο Κ. Σπυράκης, περικλείων τους οφθαλμούς διά των χειρών, παρετήρησε τον ορίζοντα, όπου οι ιδικοί μας αγύμναστοι οφθαλμοί δεν διέκρινον ούτε καπνόν, ούτε τίποτε. — Πραγματικώς! ανέκραξε.

Αι ευδαιμονέστεραι του βίου του στιγμαί ήσαν εκείναι καθ' ας, ημιεξηπλωμένος επί μικρού ανακλίντρου, εντός του κομψού σπουδαστηρίου του, ερρόφα τον καπνόν της μικράς του καπνοσύριγγος, τον ετίναζεν εις μικρά δακτυλιδοειδή σχήματα και τον έβλεπε να διαστέλλεται, να κυματίζη να υψώνεται και να χαμηλώνη πληρών το δωμάτιον εωσού, εξερχόμενος βραδέως από καμμίαν του παραθύρου ρωγμήν, ν' αφανίζεται εις το κενόν.

Αι κόκκιναι φλόγες των λαμπάδων, εκτοξεύουσαι κατάμαυρον και δυσώδη καπνόν, άνωθεν του πλήθους, αι ωχραί όψεις των χωρικών, αι αδραί και βάναυσοι των ιερέων επέτειναν την απαισίαν παράστασιν της εικόνος.

Και μετ' ολίγην ώραν παρετήρησαν μακράν και είδον εις εκείνες τις πεδιάδες ωσάν ένα σκοτεινόν καπνόν, ήγουν ωσάν ένα σύγνεφον από κονιορτόν που το σηκώνει ο άνεμος και όταν επλησίασεν εις αυτούς με μεγάλην βοήν και ταραχήν, άνοιξε το σύγνεφον και βγήκε το Τελώνιον και τρέχοντας αρπάζει τον Πραγματευτήν από το χέρι με το σπαθί ξεγυμνωμένον και του λέγει· σηκώσου· θέλω να σε αποκεφαλίσω καθώς εσύ εσκότωσες τον υιόν μου.

Διό ουδόλως διστάσασα η κοψωμένη ηρωίς έτεινεν αμφοτέρας τας χείρας εις την εύγλωττον ρασοφόρον, ενώ η σύντροφος αυτής κατησχυμμένη και ουδέν έχουσα αντειπείν διελύετο εις καπνόν, ως οι γυναικόμορφοι εκείνοι δαίμονες οίτινες διέκοπτον τας ευσεβείς μελέτας του αγίου Παχωμίου, παρενθέτοντες λευκά στήθη ή κόκκινα χείλη μεταξύ των οφθαλμών του και του ευχολογίου.

Λέγουσι δε οι Καρχηδόνιοι και τα εξής, ότι εις μέρος τι της Λιβύας, πέραν των Ηρακλείων στηλών, υπάρχουσιν άνθρωποι μετά των οποίων εμπορεύονται· αποβιβάζοντες τα φορτία των, παρατάσσουσιν αυτά επί της παραλίας, εισέρχονται πάλιν εις το πλοίον των και κάμνουσι μέγαν καπνόν.

Περιήλθον και τους άλλους πασσάλους, απολαμβάνοντες του απαισίου θεάματος της αγωνίας των καιομένων θυμάτων. Τέλος έφθασαν προ ενός υψηλοτάτου ιστού στολισμένου με μύρτα και στεφανωμένου με κισσόν. Οι υπέρυθροι σπινθήρες έλειχον ακόμη τα γόνατα του θύματος, αλλά δεν ηδύνατο κανείς να διακρίνη το πρόσωπόν του, το οποίον εκάλυπτον με καπνόν οι χλωροί κλαδίσκοι αναφλεγόμενοι.

Ο ουρανός μας δεν είχεν εισέτι οσφρανθή γαιανθράκων καπνόν, τα δε κύματά μας ήσαν παρθένα από πυροσκάφου μαστίγωσιν. Ο άνεμος έπνεεν ούριος, ότε απεπλεύσαμεν εκ Μυκόνου, αλλά μετ' ολίγον έπεσε, και επήλθε παντελής νηνεμία. Επί ώρας και ώρας εβλέπομεν ακινήτους ενώπιόν μας της Σύρου τους βράχους, μόλις διά δύο βαρειών κωπών κινούντες ανεπαισθήτως το βαρύ σκάφος μας.

Διερχόμενοι έξω από τον μέγαν και άκομψον παλαιόν ναόν της Αγίας Παρασκευής, έκαμναν τον σταυρόν των, και η μήτηρ έφερεν εις τον υπόδικον σιμίθια και σύκα και σαρδέλλες, και καπνόν διά την πίπαν του. Και μέσα εις την βαθείαν τσέπην του φουστανιού της, κρυφά, είχε χωμένην μικράν φιαλίδα με ρώμι ή ρακί, προς παρηγορίαν του φυλακισμένου.

Τω όντι, ό,τι η όσφρησις είναι εν ενεργεία, τούτο είναι δυνάμει το οσφραντήριον όργανον, διότι το αισθητόν πράγμα κάμνει την αίσθησιν να είναι ενεργός, ούτως ώστε αναγκαίως η αίσθησις είναι πρότερον εν δυνάμει. Η οσμή είναι αναθυμίασις ομοία με καπνόν, η δε αναθυμίασις η καπνώδης προέρχεται, εκ του πυρός.