United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεκάκις επλησίασε το οίκημά του και δεκάκις απεμακρύνθη, εωσού ήρχισε να τον καταλαμβάνη η κόπωσις. Βαθμηδόν και η ψυχική του ταραχή κατηυνάζετο. Η αγαθή του φύσις εφάνη υπερισχύουσα και, καταβαλών υστάτην προσπάθειαν, διηυθύνθη αποφασιστικώς προς το οίκημά του και εισήλθεν εις το δωμάτιον, το οποίον προ πολλής ώρας είχεν αφήση ηρεθισμένος, εκτός εαυτού.

Παρήλθεν ημίσεια ώρα εωσού οι δύο ναύται του καπετάν Κυριάκου πεισθώσι να ξεκολλήσουν από τα σπίτια των. Άλλη ημίσεια ώρα αχρισότου εύρωσι βάρκαν, ανέλθωσιν εις την σκούναν και καταβιβάσωσι την σκαμπαβίαν εις την θάλασσαν.

Εις αυτά η γυναικεία όσφρησις υπερβαίνει και την όσφρησιν ιχνευτού κυνός· μυρίζεται τα πράγματα απ' εδώ και πέραν και επιμένει εωσού τα εξιχνιάση. Κάτι εμυρίσθη λοιπόν, κάτι υπώπτευσε η κυρία Ομφάλη και αυτό το κάτι τη επροξένησεν οδυνηράν έκπληξιν. Εδιπλασίασε τας θωπείας της, χωρίς όμωςφρικτόν ειπείννα φέρη κανέν αποτέλεσμα!

Αι κραυγαί ήρχοντο ακριβώς εκ της γειτονίας των απεσπασμένων βράχων και σκοπέλων υπό την φοβεράν ακτήν του Κουρούπη. Παρήλθε πολλή ώρα εωσού εννοήσωσι τι τρέχει. Όλοι σχεδόν οι εκκλησιαζόμενοι είχον εξέλθει του ναού.

Μεμακρυσμένη τις και ασθενής φωνή ηκούσθη άδουσα, αλλά μόλις ηκούετο. Όσον ο Βελμίννης έτεινε τα ώτα, τόσον η φωνή καθίστατο ασθενεστέρα. Με σφοδρούς παλμούς καρδίας ήρπασεν ο αλιεύς τας κώπας και ήλασε προς το μέρος οπόθεν τω εφαίνετο ερχομένη η ηχώ της φωνής. Αλλ' εις μάτην. Όσον η λέμβος επλησίαζε, τόσον το άσμα απεμακρύνετο, εωσού τελείως απεσβέσθη και εσίγησεν.

Αφού έφαγαν εις μίαν ώραν όλην την κάππαριν και όλα τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, όσαι ήσαν φυτρωμέναι εκεί, έβλεπαν καλώς ότι, διά να ξαναβοσκήσουν, έπρεπε να περιμείνουν εβδομάδας ή μήνας τινας, εωσού ξαναφυτρώσουν πάλιν άλλη κάππαρις και άλλα κρίταμα. Τούτο το έπαθαν διά να έχουν την κακήν συνήθειαν να μη ζητούν ποτέ την άδειαν του αιπόλου, εις όλας τας κινήσεις των και τα σκιρτήματά των.

Εστοχαζότανε, τι καλά να ήταν ένα από εκείνα τα βοσκήματα, ένα από εκείνα τα βουνά, να μην αισθάνεται . . . και πρώτη φορά του ήρθεν η ιδέα της ανυπαρξίας . . . Επήρε δρόμο πολύ εωσού απόστασε. Πού να πάγη! χωρίς να το καταλάβη, εγύρισε προς τη χώρα, όπου έφτασε πρι βασιλέψη ο ήλιος.

Να κι' άλλη μια! Και ήρχισαν να τύπτουν αλύπητα τας κεφαλάς αλλήλων με τας λαμπάδας των, εωσού έβαλαν τα κλάμματα και οι δύο. Το απόγευμα πάλιν, αφού εψάλη η Β' Ανάστασις κ' έγεινεν η Αγάπη, εξήλθαν όλοι εις την πλατείαν κ' εθεώντο την πυρπόλησιν του Εβραίου, Τι άσχημος και τι ευμορφοκαμωμένος που ήτον ο Εβραίος! Είχε μίαν χύτραν ως κεφαλήν, είχε και λινάρι ως γένειον.

Εις τας παραμονάς δε εκάστης εκλογής, εάν ο ιδιοκτήτης ηρώτα απλώς τον μπαρμπα-Νικόλαν, αν την φοράν ταύτην θα είνε με το αυτό κόμμα, ο γέρων κηπουρός εφουρκίζετο τόσον, ώστε άφηνε τον κήπον έρημον και έφευγεν, εωσού μετά τας εκλογάς επήρχετο η συνδιαλλαγή και η επάνοδος εις τον κήπον.

Άλλαξε δηλαδή ο παππά Συνέσιος τρόπους εις όλα και άρχησε η μουρμούρα, η οποία σιγά σιγά ηύξανε εωσού έγεινε αληθινή βοή, σαν τη βοή που φέρνει μεγάλη θαλασσοταραχή. Του ρίχτηκαν όλοι του παππά Συνέσιου, μικροί μεγάλοι, καλόγεροι και κοσμικοί. Τον έλεγαν φανερά ήρωα σε κάτι σκάνδαλ' ακατονόμαστα. — Καλέ είδες πράμματα; — Ο αλιτήριος, ο κακούργος! — Να παππάς μια φορά! Να κλειδώνεται . . . φτου!