United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχον ρίψει ακόμη δάδας τινας εις την πυράν, ο συριγμός του ανέμου εσίγησεν εις τας πίτυας, ο φλοξ ανήρχετο κατ' ευθείαν προς τα άστρα, τα οποία εσπινθηροβόλουν, και ο γέρων, υπομνήσας τον θάνατον επί του Γολγοθά, ωμίλει πλέον μόνον περί του Χριστού. Ο άνθρωπος ούτος ήτο αυτόπτης!

Έπαυσε η εσωτερική αντίστασις, εσίγησεν ο ανεξερεύνητος λόγος τόσων δισταγμών, ο φοβερός αγών έχει γονατίση, έχει συντρίψη την ψυχήν του Αμλέτου· η θέσις του ομοιάζει αρνητική με την πεποίθησιν ότι αυτός είναι όργανον της Θείας Δίκης, εκτελεστής Ανωτέρας Θελήσεως, αδιάφορος, ατάραχος περιμένει έξωθεν την αφορμήν, την ώθησιν, το σύνθημα, να εκπληρώση την εντολήν του, και ήδη σκοτεινώς μαντεύει ότι τοιαύτη αφορμή θα προέλθη από τον αγώνα της ξιφομαχίας, όπου αναγκαίως υποπτεύεται νέαν φονικήν επιβουλήν του Κλαυδίου.

Τέλος, μετά μακράς ώρας, μέγας άνεμος τυφών μανιωδώς εφύσησεν. Εσίγησεν ο μονότονος ροίβδος της βροχής, ο βαθύς ρόχθος των κυμάτων αντήχει τώρα από τον λιμένα, και ο φρενιαστικός συριγμός των τροχαλιών, και η βάναυσος κλαγγή των αλύσεων, τας οποίας εξέσυρε κ' έπαιζεν η τρικυμία.

Της ανθηράς νεότητος εσίγησεν η Μούσα, ως σκεύος πλέον άχρηστον εις τον Πλανήτην είμαι... περνά κι' ο Ερωτόκριτος, περνά κι' η Αρετούσα, κι' εμένα τρέμουν και λυγούν εκ γήρατος αι κνήμαι. Μα κι' ο Ρωμαίος έρχεται μαζί με την Ζουλιέτα κι' οι δυο ακούω να μου λεν «όρσε, γαμπρέ, κουφέτα».

Ας λέγη καθένας ό,τι θέλει, δεν ειμπορώ να τα βάλω με τον κόσμον εγώ. Ο Μάχτος κατελήφθη υπό παραδόξου αισθήματος, γείτονος προς τον ενθουσιασμόν, και εσίγησεν. Ούτε η άφιξις του πατρός αυτού, ούτε παν άλλο γεγονός ηδύνατο να διαταράξη την ευτυχίαν αυτού, διότι ησθάνετο αλλόκοτον και ανέλπιστον ευτυχίαν. Εάν έβλεπε την Αϊμάν ευτυχή, θριαμβεύουσαν, λατρευομένην, θα ήτο δυστυχής.

Ταύτα είπεν η Νύμφη μετ' αγερώχου και προκλητικού ήθους, και εσίγησεν. Ήτο ευπλόκαμος, ξανθή, γλαυκή τους οφθαλμούς και χαριεστάτη. Ο αλιεύς ητένιζε προς αυτήν όλος μεθύων, και τω εφαίνετο ότι ήλλαζεν όψεις από στιγμής εις στιγμήν. Οτέ μεν χείμαρρος πυρός εξήρχετο εκ των οφθαλμών της, οτέ δε ευώδη ρόδα εξεχύνοντο εκ των χειλέων της. Ο ερωτόληπτος την εθεώρει έξαλλος.

Η Αϊμά εσίγησεν. Αλλ' όμως το βλέμμα αυτής εξέφραζεν απορίαν. — Και δύναμαι ν' αποδείξω τούτο. Ζήτησόν μου τι επιθυμείς, και θα ίδης αν είμαι πρόθυμος να σοι το παραχωρήσω. Η Αϊμά δεν ετόλμα να λαλήση. Ο φιλόσοφος έβλεπε τον δισταγμόν της διά μέσου των βλεφαρίδων της, αίτινες εσκέπαζον τους τεταπεινωμένους αυτής οφθαλμούς. — Είνε αδύνατον να μη επιθυμής τι, επανέλαβεν ο Πλήθων.

Μεμακρυσμένη τις και ασθενής φωνή ηκούσθη άδουσα, αλλά μόλις ηκούετο. Όσον ο Βελμίννης έτεινε τα ώτα, τόσον η φωνή καθίστατο ασθενεστέρα. Με σφοδρούς παλμούς καρδίας ήρπασεν ο αλιεύς τας κώπας και ήλασε προς το μέρος οπόθεν τω εφαίνετο ερχομένη η ηχώ της φωνής. Αλλ' εις μάτην. Όσον η λέμβος επλησίαζε, τόσον το άσμα απεμακρύνετο, εωσού τελείως απεσβέσθη και εσίγησεν.

Και αν αναπαύεται χωρίς να την αφήση; είπε φαιδρώς ο Πρωτόγυφτος. — Είσαι λοιπόν αναπαυμένος; — Τι θέλεις να σου πω; Δεν φθάνει ο νους μου μακρύτερα. — Αυτό που σου είπα εγώ, επανέλαβεν ο ξένος, δεν θα είνε διά ν' αφήσης την τέχνη σου. Θα είνε διά να γείνη κάτι καλόν διά σε, καθώς πιστεύω. Ο Γύφτος εσίγησεν. Ο ξένος επανέλαβε·