United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επαναλάμβανεν ο κυρ-Δημάκης, ευαρεστών εις εαυτόν, εξαπλωθείς μεγαλόσωμος επί μικρού ξηρού σοφά, εγγύς εστίας αναδιδούσης θερμοτάτην φλόγα, ήτις εφώτιζε φαιδρώς μέγαν Εσταυρωμένον εκεί καί τινα βιβλία.

Σιγά-σιγά, υπό το φως των αστέρων, αναβαίνων και διασκελίζων ως αγρία αιξ τα ξηρόκλαδα και τους θάμνους, ήκουσε τώρα και τον ήχον ηδυλάλου κώδωνος: — Ντίγκι-νταγκ! ντίγκι-νταγκ! ντίγκι-νταγκ! Πουλάκια τινά τω εφάνη ότι ετσιτσίρισαν φαιδρώς μέσα εις τας φωλεάς των, και τις αλκυώνος σκιά, πεταχτή, ανεκινήθη επί υψηλού σκοπέλου, τινάσσουσα τα πτερά της εν χαρά.

Συνηντήθημεν εις την θύραν. ― Την εγλυτώσαμεν, φίλε μου ! ανέκραξε φαιδρώς άμα με είδεν. Αλλ' η έκφρασις του προσώπου του μετεβλήθη διά μιας, ότε παρετήρησε την ταραχήν μου, και ταπεινώσας την φωνήν με ηρώτησε : ― Πώς είναι επάνω; Δεν απεκρίθην, αλλ' έσεισα την κεφαλήν. ― Θα ετρόμαξε με τους Τούρκους. Φεύγουν τώρα, φεύγουν, και την εγλυτώσαμεν.

Και αν αναπαύεται χωρίς να την αφήση; είπε φαιδρώς ο Πρωτόγυφτος. — Είσαι λοιπόν αναπαυμένος; — Τι θέλεις να σου πω; Δεν φθάνει ο νους μου μακρύτερα. — Αυτό που σου είπα εγώ, επανέλαβεν ο ξένος, δεν θα είνε διά ν' αφήσης την τέχνη σου. Θα είνε διά να γείνη κάτι καλόν διά σε, καθώς πιστεύω. Ο Γύφτος εσίγησεν. Ο ξένος επανέλαβε·

Τα πεντήκοντα φράγκα δεν του φαίνονται πολλά, συλλογίζεται δε ως φρόνιμος άνθρωπος και πεπειραμένος Έλλην, ότι καλλίτερον είνε να μη γείνη περί αυτού λόγος δημοσιογραφικός. — Δεν μου λέγεις, αδελφέ, φωνεί τέλος φαιδρώς προς τον δημοσιογράφον, ότι θέλεις πενήντα φράγκα; Νά τα, μάτια μου! προσθέτει, εξάγων αυτά εκ του χαρτοφυλακίου του· πάρ' τα και με γεια σου!

Και οι θάμνοι εσείοντο πανταχού όθεν διέβαινεν η πομπή, και τα έντομα εξεγείροντο παράωρα εκ του ύπνου των, καί τινα μυιγάρια εξορμώντα επέτων φαιδρώς περί τας ανημμένας λαμπάδας, υποβοΐζοντα, καίοντα τας μικύλας πτέρυγάς των ή καταστρέφοντα μετά τελευταίου βόμβου την εφήμερον ύπαρξίν των εις την πρόσψαυσιν της φλογός.

Ιδών αυτήν ο Σαϊτονικόλής, μεταξύ άλλων γυναικών, την εχαιρέτησε φαιδρώς μακρόθεν και την ηρώτησε τι ήθελε στην ξένη γειτονιά, διότι το σπίτι της ήτο στην άκρη του χωριού. Και τι μαθαίνει από τη θυγατέρα της το Μαρούλι, που ήτο στη χώρα. Να μη τύχη και την κρατήσουν εκεί μέσα. Δόξα σοι ο Θεός το χωριό είχε γαμπρούς καλλίτερους κιαπό τη χώρα. Και διά νεύματος έδειξε τον Μανώλην, υπομειδιών.

Δε μας ερωτάς, Πηγιό, για το χτίρι πώς πάει; της εφώναζον οι κτίσται φαιδρώς. — Μάτια 'χω και θωρώ το, απεκρίνετο η Πηγή μειδιώσα. — Θωρείς το, μα θέλει τ' ο Θεός να δουλεύγωμε για μια ψυχή και να μη μάςε λέη μουδ' ένα καλημέρα;

Την επιούσαν της τριπλής εκείνης νυκτός, ότε ο Πάπας Ιωάννης επαρουσιάσθη εις τους αυλικούς του, το πρόσωπον της αυτού Αγιότητος ηκτινοβόλει, τα χείλη και αι χείρες εμοίραζον αφειδώς ευχάς, χάριτας και ευλογίας, και όλη εκείνη η παπική χαρά αντανεκλάτο επί του προσώπου των αυλικών, οίτινες ανήγειρον φαιδρώς την κεφαλήν, ως στάχεις ποτισθέντες μετά μακράν ανομβρίαν.

Τόσον πολύ μάλιστα εσυγκινήθη, συντελούσης και της κρασοκατανύξεως, ώστε ήρχισε να κλαίη, ενθυμηθείς ένα μικρότερόν του αδελφόν, όστις είχεν αιχμαλωτισθή κατά την επανάστασιν και έκτοτε δεν τον επανείδεν. Αλλ' ο Σαϊτονικολής του εφώναζεν ότι ήτο ώρα για χαρές, όχι για θρηνολογήματα. Στραφείς δε προς την Πηγήν, της είπε φαιδρώς: — Έτσα δεν είνε, Πηγιό;