United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άκουσε, Μανώλη, είπε μετά το δείπνον ο Σαϊτονικολής προς τον υιόν του· απόψε 'μίλησα με το Θωμά στη στράτα, κεσυβάσθηκε να σου δώση το Πηγιό. Για πε μου θες και συ να σε παντρέψωμε; Ο Μανώλης όχι μόνον δεν απήντησεν, αλλά και έσκυψε την κεφαλήν τόσον, ώστε να μη φανή η χαρά, ήτις εξήστραψεν εις τα μάτια του. — Δε μιλείς; του είπεν εκ νέου ο Σαϊτονικολής. Ο Μανώλης έσκυψεν ακόμα περισσότερον.

Αλλ' όλας αυτάς τας συμφοράς επρόλαβε μία γνωστή φωνή: — Επαδά 'σαι, παιδί μου Πηγιό; — Η μάνα μου! ... είπεν ο Μανώλης, απομακρυνόμενος από τον αργαλειόν. — Η ντροπή! εψιθύρισε και η Πηγή εξερχομένη από τον πατητηρρόλακκον κατασκονισμένη, με τα ενδύματα και την κόμην εις αταξίαν.

Δε μας ερωτάς, Πηγιό, για το χτίρι πώς πάει; της εφώναζον οι κτίσται φαιδρώς. — Μάτια 'χω και θωρώ το, απεκρίνετο η Πηγή μειδιώσα. — Θωρείς το, μα θέλει τ' ο Θεός να δουλεύγωμε για μια ψυχή και να μη μάςε λέη μουδ' ένα καλημέρα;

Ο Σαϊτονικολής, αναβλέψας εις έν παράθυρον, διέκρινε μεταξύ βασιλικών και γαρυφάλων ωραίον πρόσωπον κόρης, ήτις επότιζε τα άνθη της. Και την εχαιρέτησε με στοργικήν οικειότητα: — Καλή σπέρα, Πηγιό. — Καλή σου σπέρα, μπάρμπα Νικολή, απήντησεν εκ του παραθύρου φωνή δροσερά και θαρρετή. Καλώς τον εδέχτηκες κιόλας τον ακριβοθώρετο. — Ώμορφους βασιλικούς έχεις, Πηγιό, είπεν ο Σαϊτονικολής.

Αγαπάς τον εδά το μπάρμπα Νικολή; — Εγώ πάντα μου σαγάπουνα σαν και τον κύρη μου, μπάρμπα Νικολή, είπεν η Πηγή και εκινήθη να του φιλήση το χέρι· αλλ' ο Σαϊτονικολής την ημπόδισεν. Έπειτα αλλάξας τόνον, της είπε: — Και για πε μου, Πηγιό, παιδί μου, ο Μανώλης μου πώς σου φαίνεται; — Πώς να μου φαίνεται; απήντησε κοκκινίζουσα και χαμηλώνουσα το βλέμμα. Καλός.

Διά ν' αποφύγουν τας πρωινάς σκηνάς, δεν τον είχον παραλάβει εις τον απογευματινόν περίπατον. Όταν δε ο Μανώλης τον επανείδε, τον ενηγκαλίσθη με διάχυσιν και του είπε: — Δεν ξαναπάμε μπλιο στα όρη, αι, Τριαμάτη; Στο χωριό 'νε καλά.. . έχει και κοπελιές ώμορφες. Είδες εσύ το Πηγιό, πούχει τσοι βασιλικούς και τα μαύρα μάτια; ... Δεν ξαναπάμε στα ωζά, αι, Τριαμάτη;

Δε μου λες, Μανωλιό, του είπεν αποτόμως η χήρα, αλήθεια είν' αυτό πακούστηκε πως σελογοστέσανε με το Πηγιό; — Κατέω κ' εγώ; απήντησεν ο Μανώλης. — Κιαμέ ποιος κατέει; Κρυφό πρέπει τόχετε ... Δε λέω, καλή κοπελιά 'νε η Πηγή, μα δεν μπορώ να καταλάβω γιάιντα βιάστηκ' έτσα αφέντης σου να δώση λόγο. — Κιαμέ να την αφήση να την πάρη ο Τερερές; είπεν αφελώς ο Μανώλης.

— Ο Μουντίρης φοβερίζει, μα είντα θα κάμη; Το Μανώλη δε θα τόνε πιάσουν εύκολα οι Αρναούτες του κι' εκατό μαζή να τόνε κυνηγήσουνε. Εγώ θα του πέψω το τουφέκι και θα του παραγγείλω φωτιά στη φωτιά. Καλλιά 'ν' η μάννα του φονιά παρά του σκοτωμένου. — Κιαμέ να δης το Πηγιό το κακορίζικο χαραίς, απού' καμε! είπεν η Σαϊτονικολίνα μετά βραχείαν σιωπήν. Είχα καιρόν να τήνε δω να γελάση.

Και τότε τα παραιτώ όλα και φεύγω και γυρίζω στα σοκάκια και τα δώματα σαν κουζουλός ... Δε μπορώ μπλειο, Πηγιό, δε μπορώ ... Μα ως πότε ν' ανημένω; Ο κύρης μου λέει πως θα γενή η στεφάνωσή μας δυο μήνες ύστερ' απού τη Λαμπρή. Μπορώ 'γώ ν' ανημένω ως τότε και να κάθεται κι' ο κύρης σου όλο στην πόρτα και να μη μπορώ ναρθώ να σε 'δώ; Θα σκάσω, θα κουζουλαθώ.

Η δε Πηγή εσηκώθη και έχουσα τας χείρας επί των λαγόνων εφαίνετο ότι προσείχεν εις την χύτραν, αλλ' η προσοχή της όλη εστρέφετο προ τον Μανώλην. — Κατέχετε είντα γυρίζει και λέει; εξηκολούθησεν ο Μανώλης. Πώς θα με δέση λέει ... .ανέν πάρω το Πηγιό ... Η Πηγή εκάθησεν εκ νέου και ήρχισε να συδαυλίζη την φωτιάν με πυρετώδη ενεργητικότητα.