United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το γιό του ο γέρος ξόρκιζε, ο βασιλιάς Πηλέας, πάντα στη μάχη ατρόμητος κι' απ' όλους νάναι πρώτος, μα εσένα αφτά τ' Αχτόρου ο γιος σου σύσταινε, ο Μενοίτης 785 'Παιδί μου, του Πηλέα ο γιος στην αρχοντιά 'ναι ο πρώτος, στα χρόνια εσύ· μα αν πεις αντριά, πολύ πιο αξίζει εκείνος. Μα αρμήνεβέ τον όμοφα, την ίσια στράτα δείχνε, δώστ' του μια γνώμη· και πια αφτός επί καλού ας σ' ακούει.

Οι δύο βοσκοί εβοήθησαν τον παπάν να πεζεύση, εξεφόρτωσαν το δισάκκιον με τα ιερά, εισήλθον όλοι εις την καλοκτισμένην καλύβην, όπου υπήρχε θάλπος εστίας, και οσμή αγροτικής οικοκυροσύνης. Η λεχώ άμα τους είδε, χλωμή, μελαψή, ανεσηκώθη επί της κλίνης. — Ας γείνη χριστιανός, εψιθύρισεν. — Ας μβη στου Θεού τη στράτα, παιδί μου, συνεπλήρωσεν η μήτηρ της.

Οχ κι' εσύ όλο να γκρινιάζης, Όλο θέλεις να μιας σκιάζης· Έχε υγιά, της λεν, θα πάμε· Αλλα λόγια δε γρηκάμε. Το ποτάμι τους αφίνουν, Δίχως άλλο να προσμείνουν· Κι' όσο εδύνονταν τρεχάτα Προς τους κάμπους κόφτουν στράτα. Τα μωρά! δε συλλογιούνται. Τα νερά αρχινάν τραβιούνται. Απομνήσκουν μες την ξέρη, Πέφτουν σε διαβάτων χέρι.

Είδες πώς φαίνεται λυπημένο; — Μα γιατί το γύρισε πίσω; τον ξαναρώτησα. — Κ' εσύ γιατί γύρισες; μ' ερώτησε πάλι. — Κ' εγώ δεν ξέρω. Μήπως το ξέρεις εσύ; Ο παραλυτικός αναστέναξε. — Δεν ξέρω τίποτε. Ξέρω πως τα πόδια μου είναι λυμένα.... Εγώ ακολούθησα πάλι τον κόσμο στη μεγάλη στράτα. Ένα παράπονο, χωρίς να το καταλάβω, πλημμύρισε τα στήθη μου.

Θαρρούσες πως βασιλεύοντας το λαμπρόν άστρο τούδινε μια γλυκειάν υπόσχεση: «Έννοια σου! Για σένα μόνο θα ξαναφανώ πάλι αύριο την αυγή...» Στη μεγάλη στράτα ένας παραλυτικός καθότανε κάτω από ένα δένδρο. Ο παραλυτικός, με κλαψιάρικη φωνή, ζητούσ' ελεημοσύνη από τους διαβάτες.

Ψες βράδυ ακούστηκε, σήμερα κίνησαν όλοι και πάνε να το φέρουν. Οι καμπάνες από την αυγή σημαίνουν πρόσχαρα. Νήστεψαν, ντύθηκαν τα γιορτινά τους. κλείσανε τα μαγαζιά, έπαψε κάθε δουλειά, κάθε άλλη σκέψη και κάθε κουβέντα. Ήρθαν πάλι στου Θεού τη στράτα οι άνθρωποι. Μόνον ο Τσαϊπάς σκέφτηκε να μείνη αδιάφορος. Πφ!.... θάματα δεν πίστευε αυτός Ήταν φοιτητήςσπουδασμένος άνθρωπος.

Άκουσε, Μανώλη, είπε μετά το δείπνον ο Σαϊτονικολής προς τον υιόν του· απόψε 'μίλησα με το Θωμά στη στράτα, κεσυβάσθηκε να σου δώση το Πηγιό. Για πε μου θες και συ να σε παντρέψωμε; Ο Μανώλης όχι μόνον δεν απήντησεν, αλλά και έσκυψε την κεφαλήν τόσον, ώστε να μη φανή η χαρά, ήτις εξήστραψεν εις τα μάτια του. — Δε μιλείς; του είπεν εκ νέου ο Σαϊτονικολής. Ο Μανώλης έσκυψεν ακόμα περισσότερον.

Τα πόδια μου βαστούσανε καλά, μα η ψυχή μου ένοιωθα πως γινότανε παραλυτική μέσα μου, σαν το κορμί του ζητιάνου. — Χωρίς άλλο, είπα με τον εαυτό μου, αυτός ο παραλυτικός είναι ένας ανόητος και δεν ξέρει τι λέει. Ας γυρίσω στη δουλειά μου.... Κοντοστάθηκα μια στιγμή κ' ύστερα γύρισα βιαστικός, σαν να με κυνηγούσαν. Πέρασα τον κάμπο γλήγοραγλήγορα κ' έφθασα πάλι στη μεγάλη στράτα.

Ο παπάς που της διάβασε κάτω στη στράτα το γράμμα τ' άντρα της, που της τόφερε κι αυτής ο ξενητεμμένος μαζί με τ' άλλα των άλλων γυναικών της είπε πως έγραφε, ότι οι δουλειές του πήγαιναν καλά στην Πόλη, πως παιδεύουνταν πολύ, πως μόνο όνειρο είχε σε πολλά, σε λίγα χρόνια να κάμη ένα κομπόδεμα και να γυρίση στην ερημιά του χωριού του για να ζήσουν πια μαζί, ευτυχισμένοι.

Αμά θανάσιμος οχτρός και χάρος μου είναι η Γάτα, Που την ανταίνω αδιάκοπα παντού σε πάσα στράτα 120 Που μέρα νύχτα ακοίμητη οχ το κοντό με παίρει, Ως να μπορέση η άνομη σ' εμέ ν' απλόση χέρι. Δεν τρώγω λαχανόφυλλα, σου λέγω την αλήθια. Δεν τρώγω ρεπανόπρασα, παζιά, και κολοκύθια. Αυτά είναι όλα για τ' εσάς τραπέζια πεναιμένα, 125 Που ζιήτε μέσα στα νερά, δεν είναι για τ' εμένα.