United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είχε ούτε δένδρα, ούτε σκιές, ούτε διαβάτες. Το χώμα του ήτανε ξερό, το χρώμα του μονότονο κάτω απ' το φως του δειλινού. — Ας πάω εγώ! είπα μέσα μου. Κάτι θα ξέρη ο δυστυχισμένος αυτός παραλυτικός. Οι δυστυχισμένοι ξέρουν πάντα περισσότερα απ' όλους εμάς τους άλλους. Άφησα το ζητιάνο και τον κόσμο, που περνούσε ατέλειωτος στη μεγάλη στράτα, κ' έσχισα βιαστικά τον κάμπο.

Τα δάκρυα της θυγατρός της, μετά το επεισόδιον του όνου, κατετάραξαν την φιλοστοργίαν της. Αλλά και αυτή ήτο τιμία γυναίκα και δεν ενόει τίποτε έξω από του θεού τη στράτα. Αυτά δε τα ανόητα καμώματα εξέθεταν την θυγατέρα της και εγίνοντο αφορμή να γελά ο κόσμος εις βάρος των. Απεφάσισε να εύρη και η ιδία τον Μανώλην και να του μιλήση έξω από τα δόντια.

Εγώ σε πρωταγάπησα, κόρη μου, σαν πρωτώρθες θέλοντας με τη μάννα μου λαλέδες να μαζέψης απ' το βουνό, κ' εγώ μπροστά σας έδειχνα τη στράτα. Αχ! από τότε λαχταρώ και θέλω να σε βλέπω και δεν μπορώ να κάνω αλλοιώς· μα δε σε νοιάζει εσένα.

Κατέω κ' εγώ; ... Θα τονε δέση, λέει. — Τα ίδια μου 'λεε κι ο κουζούλακας ο Αστρονόμος, είπε γελών ο Μανώλης. — Κ' η Ζερβούδαινα μευρήκε στη στράτα και μου 'λεε πως το 'κουσε κι' αυτή, επρόσθεσεν η Ρηγινιώ. — Τον κακό τση τον καιρό! ανεφώνησε με θυμόν ο Σαϊτονικολής. Όλα τακούει και σε όλα είνε μέσα η Αλογόμυγια! — Γιάιντα την ατιμάζεις την κακομοίρα; είπεν η Ρηγινιώ.

Κάθε δειλινάκι, χειμών-καλόκαιρο, όταν έτρεμε ο ήλιος να βασιλέψη, άφινε την αργατειά της, και γνέθοντας πήγαινε ψηλά στη ραχούλα, στ' αγνάντια του χωριού, που δίνουν στο μάτι μεγάλο δρόμο, κι' εκεί κάθονταν, κι' αγνάντευε τη στράτα, ως μια ώρα μακρυά, όσο έκοβε το μάτι της, και με ανίκητη ελπίδα ακολουθούσε τους διαβάτες, που έρχονταν, και μοναχοκουβέντιαζε: — Να! αυτός είναι!

Μα 'γώ η μαυρομοίρα σανήμενα απού τη Δεύτερη του Θωμά, όντεν έφυγες. Σε θώρουνα τότες απού το παραθύρι ώστε που φαινόσουν. Εσύ με 'δες; — Όλο στα παραθύρια σας θώρουνα, μα μπόρουν να σε δω, πούτουνε τα μάτια μου θελωμένα 'που τα δάκρυα; Το Βαγγελιό ενθουσιάστηκε. — Όμορφα 'που τα λες! Έκλαιες, παιδί μου; — Έκλαια σόλη τη στράτα. — Έκλαιες για το χωρισμό μας; — Ναι.

— Κ' εκείνος απού 'πόμεινε μοναχός ποιος είνε; ο ιμάμης; ηρώτησεν η Πηγή. — Ναι, του διαβάζει· κ' ύστερα θα του φωνιάξη: «Μη σάσιρμα, ογλούμ, να πάρης του γκιαούρη τη στράτα

Ημείς, το ομολογώ, είμασθε εις μίαν στάσιν πολλά θλιβερήν, και δεν ημπορούμεν να περάσωμεν χωρίς κίνδυνον τούτους τους αβύσσους· μα ποίος ηξεύρει πού να μην ευρεθή καμμία στράτα διά να περάσωμεν εις εκείνην την πεδιάδα; άφησε το λοιπόν να πηγαίνω να ιδώ μήπως και εύρω κανένα μονοπάτι και ευθύς γυρίζω.

Και το ήφερνε από στράτα, Και βουνά γγρεμούς γιομάτα, Δίχως χόρτο, ή πρασινάδα, 465 Ή νερού καθόλου ικμάδα· Πουθενά βοσκή δε βρίσκουν· Όλη μέρα άδια μνήσκουν· Και σαν πήρε το σκοτάδι, Νηστικά απερνάν το βράδυ. 470 Το πουρνό καθώς χαράζει, Οχ την πείνα, που τα βιάζει, Ψίχα αγκάθι παν τζιμπόντας Το ταξίδι ακολουθόντας.

Κι' έχυναν όλοι τους κρασί οχ τα ποτήρια χάμου, 480 μηδέ πριν τόλμησε να πιει κανείς τους, πριν να στάξει λιγάκι πρώτα του δεινού βροντοτινάχτη Δία. Πλάγιασαν τέλος να χαρούν και μια σταλιά τον ύπνο. Κι' η κροκοστόλιστη η Αβγή φωτούσε κάθε στράτα, κι' έκραξε των θεών βουλή ο βροντορήχτης Δίας ψηλά ψηλά στον Έλυμπο με τις πολλές ραχούλες.