United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την αποταχυνή σαν τονέ συνεχάρηκαν όλοι τον Αναστάσιο, πρόβαλε στη στοά που είχε έξω από τη μεγάλη αίθουσα, και κει έκαμε όρκο πως κανενός δε θα φυλάξη κάκια και πως θα βασιλέψη με δικαιοσύνη και με συνείδηση. Έκλινε ο στρατός τάρματα και τις σημαίες, και ζητωκραύγασε ο λαός.

Ο ήλιος κοντεύει να βασιλέψη. ΔΩΡΑΔεν ξέρετε τι ωραίο βασίλεμα που είναι απόψε. Αλήθεια. Είχα σκοπό να σας το πω. Να πάμε κάτω στη θάλασσα να ιδούμε τον Ήλιο που βασιλεύει. Είναι ένα βραχάκι κάτω στη θάλασσα, που το ανακάλυψα σήμερα. Θα καθίσωμε οι δυο μας. ΦΛΕΡΗΣΌπου θέλεις, παιδί μου. Μα καλύτερα πάμε στον κόσμο. Πάμε κάτω στην πλατεία.

Προτού να βασιλέψη Το δρέπανο του φεγγαριούενός βουνού τη ράχη Εστάθηκε για μια στιγμή και πικραμένο ρίχνει Την ύστερή του τη ματιάτο έρμο το Ζητούνι. Εμαύρισαν η λαγκαδιαίς. 'Σ το μελανό του κύμα Ταγέρι πνίγει τα σπαρτά, τα δέντρα, τα λιβάδια, Γένονται θάλασσα η στερηαίς, λες ότι αυτό το βράδυ Ήρθε με δυο μεσάνυχτα κι' αργεί να ξημερώση.

Φλογίστηκετα χέρια του το δαμασκί σπαθί του, Το πρόσωπό του εμαύρισε, άφρισε τ' άλογό του, Κι' δω που ο ήλιος έγειρε και πάει να βασιλέψη, Πέρα και πέρα εγιόμισε τον κάμπο από κουφάρια Κ' η ρεμματιαίς πελάγωσαν απ' το πολύ το αίμα.

Μια λυγερήτον αργαλειό υφαίνει τα προικιά της, Πώχει ασημένιον αργαλειό κ' υφάδια μεταξένια, Πώχει σαΐταις μάλαμμα και φιλτισένια χτένια. Κάθε που ρίχτει σαϊτιά λέει κ' ένα τραγούδι, Κι' από το βρόντο τ' αργαλειού κι' απ' τον ηχό της κόρης Ο ήλιος εσταμάτισε, δεν πάει να βασιλέψη.

Μια κ' έμεινε ο Πάπας ο μόνος Ρωμαίος ηγεμόνας της Δύσης, το θάρρεψε πως και στην Κωσταντινούπολη έπρεπε να βασιλέψη, κι ας είχαμε εμείς και πολιτικούς ηγεμόνες δικούς μας.

Μα κοντά την ώρα να σκολάσουμε, λίγο πρι βασιλέψη ο ήλιος, αναγκαστήκαμε για τα πιο χοντρά σίδερα να σηκώσουμε ένα βαθμό ακόμα την πίεση. Τη σηκώσαμε, κ' εγώ έφυγα από την ατμομηχανή και πήγα στο πλαγινό μέρος του Μηχανοστάσιου για να δω πώς προχωρούσε η δουλειά. Δεν πέρασε πολύ ώρα κι ακούμε ένα φοβερό κρότο. Νομίζαμε πως κάτου από τα πόδια μας έφευγε η γις.

Πριν προχωρήσωμε, ανάγκη να στραφούμε κάμποσα χρόνια πίσω για να περιγράψωμε μια ιστορία πολύ σχετική με τη διήγησί μας. Είνε καλοκαίρι. Ο ήλιος κοντεύει να βασιλέψη, στέλνοντας και στη στεριά και στη θάλασσα, παντού, όπου εμπορούσε να ξαπλωθή και να εισχωρήση, το γλυκό, το θαλπερό ακόμα, το τρισπόθητο αποχαιρετιστήριο φως του.

Τη νύχτα, λέγω, εκείνη Τ' αμέτρητα τ' ασκέρια μας άξαφνα να χουμήσουν Κι' ωςτην αυγή να στήσουμε, πατώντας τον οχτρό μας, 'Σ τους τοίχους του Μεσολλογγιού το μισοφέγγαρό μας. — Ο λόγος δίνεται με μιας 'ς τ' ασκέρια πέρα-πέρα, Και με φωναίς χαρούμεναις γιομίζουν τον αγέρα. Το φεγγαράκι λίγο τι να βασιλέψη θέλει Και ώμορφα χαμογελά και φέγγει 'σάν να στέλλητη γη μας καλονύχτισμα.

Σβυέται ο Σταυρός μεσουρανίς· οι Δράκοι βασιλεύουν. Σε 'λίγο το φεγγάρι 'Σάν βασιλέψη τρίβαθο σκοτάδι θε να πάρη. Πόσο το χειμωνιάτικο είν' άγριο το σκοτάδι! Κι' αν ξενυχτίσηςτο βουνό, 'ς το λόγγο, ή λαγκάδι Διπλή σου χύνουντην καρδιά, διπλή ανατριχίλα Το κρύο κ' η μαυρίλα.