United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρακαλώ σε, θέσε το κάτου, και ησύχασε· όταν καή θα δακρύζη, που σ' έχει αγανακτήσει. Ο πατέρας μου είναι βυθισμένος εις την σπουδή του· παρακαλώ σε, αναπαύου· για τούτες τες τρεις ώρες αυτός δεν βγαίνει. ΦΕΡΔΙΝ. Ω υπεράκριβή μου Κυρία, ο ήλιος θέλει βασιλέψη, και πάλι θα μείνη ακάμωτος ο διωρισμένος κόπος.

Και καταριέται η εργατειά κ' οι ξενοδουλευτάδες Κ' έρχονται και φωνάζουνε και λεν του βασιληά τους, Ή να γιατρέψη το κακό που εγείνηκετη χώρα Κι' ο ήλιος εσταμάτησε, ή θε να τον σκοτώσουν. Ο βασιληάς στέλνει ρωτά μια μάγισσα μεγάλη. — Μάγισσα, ποιο είνε το κακό, που εγείνηκετη χώρα, Κι' ο ήλιος εσταμάτισε, δεν πάει να βασιλέψη; — Κάνα κακό δεν έγεινετη χώρα, βασιληά μου.

Βάν' ασημένιον αργαλειό κ' υφάδια μεταξένια, Βάν' σαΐταις μάλαμμα και φιλτισένια χτένια, Κι' αγάλια-αγάλια ύφαινε και ψιλοτραγουδούσε. Από το βρόντο τ' αργαλειού κι' απ' τον ηχό της κόρης Ο ήλιος εσταμάτησε, δεν πάει να βασιλέψη.

Τα παράθυρα της τραπεζαρίας είναι ανοιχτά, η μυρουδιά από τις πασκαλιές χυμά μέσα με τη βραδινή αύρα, ο ήλιος γέρνει να βασιλέψη και στον τοίχο απάνω από το πιάνο τρέμουν οι αχτίδες του. Στο πιάνο είναι καθισμένη η μητέρα ντυμένη λευκό καλοκαιρινό φόρεμα, γύρω στέκουν οι άλλοι και στη μέση τραγουδά ο μικρός Σβεν.

Έγερνε να βασιλέψη ο ήλιος και η θάλασσα κρασοκόκκιννη έδινε ζωηρήν εικόνα μιας ναυμαχίας, που χίλια πλεούμενα ανακάτωσαν τον βυθό της και μύριοι νεκροί έβαψαν με το αίμα τα νερά της.

Εστοχαζότανε, τι καλά να ήταν ένα από εκείνα τα βοσκήματα, ένα από εκείνα τα βουνά, να μην αισθάνεται . . . και πρώτη φορά του ήρθεν η ιδέα της ανυπαρξίας . . . Επήρε δρόμο πολύ εωσού απόστασε. Πού να πάγη! χωρίς να το καταλάβη, εγύρισε προς τη χώρα, όπου έφτασε πρι βασιλέψη ο ήλιος.

Κάθε δειλινάκι, χειμών-καλόκαιρο, όταν έτρεμε ο ήλιος να βασιλέψη, άφινε την αργατειά της, και γνέθοντας πήγαινε ψηλά στη ραχούλα, στ' αγνάντια του χωριού, που δίνουν στο μάτι μεγάλο δρόμο, κι' εκεί κάθονταν, κι' αγνάντευε τη στράτα, ως μια ώρα μακρυά, όσο έκοβε το μάτι της, και με ανίκητη ελπίδα ακολουθούσε τους διαβάτες, που έρχονταν, και μοναχοκουβέντιαζε: — Να! αυτός είναι!

Μα εκεί που εκείνοι εμάχονταν, κ' ένας τον άλλο εχτύπα, Σαν άγιος φανερώθηκε λεβέντης καββαλλάρης Και με σπαθί 'ςτά χέρια τον ρίχνεται μέσ' 'ςτή μέση. Σε κάθε που έπεφτε σπαθιά εφτέρωνε η καρδιά μου. Κι' όσο που ο ήλιος έγειρε και πάει να βασιλέψη, Πέρα και πέρα εγιόμισε τον κάμπο από κουφάρια.

Έλεγες και γυρίζαμε από γιουρούσι σαν ανεβαίναμε.....Εκεί, κάτω από τη μεγάλη την καρυδιά, σιμά στη βρύση, εκεί πηγαίνω ακόμα και καθίζω κάποτες και ρωτώ τις πέτρες και τα δέντρα αν το θυμούνται το φαγοπότι εκείνο!.... Ποιος δεν τραγούδησε εκείνη τη βραδινή!.... Πήγε να βασιλέψη η Πούλια, κι ακόμα γλέντιζαν κοπέλλες, αγόρια, κι αντρόγυνα.