United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


» Σ' εγνώρισ' απ' το βλέμμα σου « Τώρα, κι' τη λαλιά σου, « Σ' εγνώρισα, μανούλα μου, « Σ' εγνώρισα, γλυκειά μου, » Σ' εγνώρισα, και χαίρεται « Η θλιβερή καρδιά μου, « Μάνα μου. Τώρα ρώτα με » Για τάλλα τα παιδιά σου.

Γύριζε στο φεγγάρι, είχε αϋπνία. Το φεγγάρι ξέρεις τονέ χτυπάει κατακούτελα. Μην τα ρωτάς! ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Κ' εμένα με χτυπούσε μια φορά, σαν αγαπούσα τη Βασίλω. Όλη τη νύχτα γύριζα στα σοκάκια. Τώρα που τηνέ πήρα δε με χτυπάει ούτε ο Ήλιος. Ρώτα τη να σου πη τι τραβάει ως να με ξυπνήση. Γεια σου Μπάρμπ-Αργύρη. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΚαλή δύναμι. Στο καλό .. . Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ, μοναχός του.

Κι από το πρωί ως το βράδυ φιλονικούνε για ό τι θέλεις, και για τον Ίπσεν και για μένα. Στη Σύρα πολύ μ' άρεσε κι ο ξενοδόχος. Δε μοιάζει διόλου του ξενοδόχου της Τήνος. Είναι μάλιστα πατέρας· έχει την έννοια σου· ρωτά πώς είσαι. Αν άξαφνα σου πονεί το στομάχι, θα σου παραγγείλη ο ίδιος το φαγί που σου χρειάζεται. — «Εγώ, λέει, αφτό νομίζω καλό, εσύ τώρα να διατάξης.

Η καρδιά της ήτον πλακωμένη και σκοτεινό σύννεφο βρισκότανε μπρος στα μάτια της. Ήταν εξήμισυ η ώρα όταν άκουσε τον Βέρθερο ν' ανεβαίνη τη σκάλα και αμέσως ανεγνώρισε το βήμα του, τη φωνή του να ρωτά για κείνη. Πόσο κτυπούσε η καρδιά της και, μπορούμε σχεδόν να πούμε, για πρώτη φορά κατά τον ερχομό του!

Φανερό, είπε ο γέρος, πως δεν υπάρχουνε ούτε δυο, ούτε τρεις, ούτε τέσσερις. Ομολογώ, πως οι άνθρωποι του κόσμου σας κάνουνε πολύ παράξενες ερωτήσεις. Ο Αγαθούλης δεν έπαψε να ρωτά το γέρο. Θέλησε να μάθη, πώς προσευχόντανε στο Ελδοράδο. — Δεν προσευχόμαστε καθόλου, είπε ο αγαθός και σεβάσμιος σοφός.

Άμα της το πεις πως την κρίνουν έτσι για αλλοιώς, θα φανεί σα να ξυπνά εκείνη τη στιγμή. θα σκοτιστεί λιγάκι, θα συλλογιστεί και θα πει: «Και τι με νοιάζει εμένα;». Κ' ευτύς θα ξαναπιάσει τις ομιλίες, θα λέει, θα ρωτά, θα ξεχύνει τα σωτικά της στον καθένα. Λέει και είναι σα να μη συλλογίζεται ολότελα τι θα πει.

« Πες μου για τη Μαρία σου, » Το Γούλα σου, τη 'Λένη, » Που νύχτα 'μέρα τα ορφανά « Κλαίγουνε τη θανή σου· » Ρώτα με και για τη μικρή. » Την ώμορφη Φανή σου, » Που 'σ' άλλα χέρια τρέφεται, » Πουάλλα χέρια μένει.

Και γι' αυτό ίσως τόσο δυσφημισμένη! η πέτρα της γουρσουζιάς, της δυστυχίας. Ά ν ν α. Κυρία, είναι το μοντέλο σας. Η τσιγγάνα. Και ρωτά αν θα εργασθήτε σήμερα. Μ α ρ ί α. Ναι, ας έλθη. Πρέπει να τελειώνωμεν. Τ σ ι γ γ ά ν α. Γεια σου και χαρά σου! Κοκκώνα μου. Μ α ρ ί α. Καλώς την. Ξέρεις, σήμερα, είμαι κουρασμένη. Δεν έχω καιρό να εργασθώ πολύ. Τ σ ι γ γ ά ν α.

Ψυχάρη; — Όσο γίνεται σωστό, και βέβαια! Τι περίεργο ρώτημα! Παρατηρήστε, σας παρακαλώ, πως σε κανένα μέρος του κόσμου, δε ρωτά ο λαός, μα μήτε κι ο γραμματισμένος, την ώρα που πάει να πη μια λέξη και προτού την πη· «Σωστό είναι αφτό που θα πω; Και γιατί και πώς είναι σωστόΤα λέει ο καθένας, επειδής έτσι τα βρήκε· τα βρίσκει έτοιμα και τα λέει.

« Ρώτα με και, μανούλα μου, » Γι' όλους τους συγγενείς σου, » Τ' αδέλφια σου, τη μάνα σου, » Το δόλιο τον πατέρα, » Το δόλιο τον πατέρα μου, « Μάνα, που νύχτα 'μέρα » Δε θε να βρη παρηγοριά. . . . » Ρώτα με το παιδί σου. — » Την είπα κ' εσιώπησα Χωρίς λαλιά για 'λίγη, Για λίγη ώρα. Κύτταξατο πρόσωπο εκείνη, Και βλέπω μεςτα δάκρυα Να πλημμυρή.